Κατηγορία: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

  • H ψυχική μας κατάσταση επηρεάζει και την υγεία μας!

    H ψυχική μας κατάσταση επηρεάζει και την υγεία μας!

    «…και ανήγγειλαν αυτώ λέγοντες ότι ο υιός σου Ιωσήφ ζή… και εξέστη τη διανοία Ιακώβ… ιδών δε τας αμάξας, ανεζωπύρησε το πνεύμα Ιακώβ…» (γένεσις 45, στ.26 )
    Το χωρίο αυτό μάς δείχνει πολύ καθαρά πώς μπορούν να προκληθούν ένα λιποθυμικό επεισόδιο, μια καρδιακή αρρυθμία ή ακόμα και ένα καρδιακό επεισόδιο μέσω μιας αιφνίδιας συγκίνησης, γεγονός που είναι γνωστό και καταγεγραμμένο ιστορικά.

    Οι Αγγλοι μεταφράζουν το “εξέστη” του βιβλικού χωρίου ως “his heart fainted”. Παρά τις πολλές μελέτες που έχουν γίνει πάνω στο θέμα αυτό, είναι δύσκολο η σχέση των ψυχολογικών παραγόντων με τα ενοχλήματα ή και τις ασθένειες του καρδιαγγειακού συστήματος να αποδοθεί ποσοτικά. Επίσης είναι δύσκολο να μετρηθεί αντικειμενικά το stress και να προσδιοριστεί με ποσοτικούς χαρακτήρες. Οι έρευνές μας σε νοσήματα όπως τα καρδιολογικά έχουν εστιαστεί στους χρόνιους παράγοντες που οδηγούν στην ανάπτυξη τους, π.χ., της στεφανιαίας νόσου, και όχι στους παράγοντες που επιταχύνουν και φέρνουν ουσιαστικά στο προσκήνιο ένα οξύ έμφραγμα, μια ισχαιμία, μια αρρυθμία ή ακόμα και έναν αιφνίδιο θάνατο.

    Είναι γνωστό το στρες ότι μειώνει τον ουδό έκλυσης μιας αρρυθμίας (την κάνει πιο “εύκολη” ).Το ίδιο ισχύει και για τα ενοχλήματα από άλλα συστήματα. Πρόσφατα ανακαλύψαμε ότι το οξύ ψυχολογικό στρες μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στη ρήξη μιας αθηρωματικής πλάκας, άρα και στη θρόμβωση των στεφανιαίων αγγείων, άρα και στις πολύ σοβαρές και θανατηφόρες κοιλιακές αρρυθμίες! Στα άτομα που υπέστησαν το σοκ ενός σεισμού και πιο συγκεκριμένα αυτού στο Hanshin-Awaji, παρουσιάστηκε αύξηση του ινωδογόνου και του παράγοντος Von Willebrand που είναι θρομβογόνα στοιχεία και εμπλέκονται στο μηχανισμό πηκτικότητας του αίματος. Το ίδιο παρατηρήθηκε και σε άτομα που μελετήθηκαν σε κατάσταση θυμού και κατάθλιψης.

    Τεράστια σημασία για τη σωστή αντιμετώπιση του θέματος έχουν η ευαισθησία και η εμπειρία του παθολόγου -στον οποίο κύρια απευθύνονται πρώτα οι ασθενείς αυτοί-, ώστε να διαγνώσει έγκαιρα την πραγματική αιτία των συμπτωμάτων και να την αντιμετωπίσει κατάλληλα. Αλλά και η άνεση που του δίνει η σχέση με τον πάσχοντα στο να ακούσει προσεκτικά και με υπομονή, δίπλα στα “σωματικά” και τα άλλα ενοχλήματα του ασθενούς, είναι μοναδική και λειτουργεί υπέρ του τελευταίου.

    Μια άλλη επιβεβαιωτική των όσων υποστηρίζω πληροφορία, αφορά στην αύξηση κατά μεγάλο ποσοστό των αιφνίδιων θανάτων και των ενοχλήσεων της καρδιάς μέσω αυξημένης δραστηριότητος του συμπαθητικού συστήματος κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, ιδίως ύστερα από εφιαλτικά όνειρα (φάση REM). Ο θυμός ή ο φόβος που εκφράζεται σε περισσότερο από το 50% των ονείρων ενοχοποιείται γι’ αυτό. Η ημερήσια επιβάρυνση είναι επίσης μεγαλύτερη τη Δευτέρα, σε σύγκριση με τις άλλες ημέρες, και το χειμώνα. Μία 12ετής ανάλυση 222.000 περιπτώσεων απέδειξε ότι παρατηρούνται 33% περισσότεροι ασθενείς με καρδιολογικά ενοχλήματα και σοβαρά καρδιολογικά συμβάματα το Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο από ό,τι τον Ιούνιο. Οι παρατηρήσεις μάλιστα αυτές δεν μπόρεσαν να προσεγγιστούν ή να ερμηνευθούν μέσω των μεταβολών της θερμοκρασίας. Οι πολύ ταχείς ρυθμοί της καρδιάς επίσης συνδέονται με τις αιχμές του στρες κατά τη διάρκεια της ημέρας. Έτσι, ταχυκαρδίες της τάξεως των 250/λεπτό παρουσιάζονται συχνότερα το τρίωρο 9 πμ, έως 12 το μεσημέρι, όπως καταγράφεται σε μελέτες με ειδική συσκευή παρακολούθησης holter. Τέλος, οι πρώτες δύο ώρες μετά το πρωινό ξύπνημα είναι επίσης οι πιο επικίνδυνες για πόνο στο στήθος και ισχαιμία του μυοκαρδίου.

    Οι πολύ κοινές αυτές ενοχλήσεις που αφορούν στη σωματική εκφορά βασικών ψυχικών διαταραχών απασχολούν το παθολογικό ιατρείο σε καθημερινή βάση. Σήμερα περισσότερο από ποτέ ο σύγχρονος άνθρωπος προσέρχεται στον παθολόγο για μια πληθώρα συμπτωμάτων, τα οποία έπειτα από ενδελεχή έλεγχο δεν φαίνεται να συσχετίζονται με διαταραχή του οργάνου ή του σημείου του σώματος στο οποίο αναφέρονται από τον πάσχοντα. Οι ασθενείς αυτοί δεν πείθονται εύκολα ότι στο παθολογικό ιατρείο τους φέρνει κυρίως μια ψυχική διαταραχή, που δεν αντιμετωπίζεται από τους ίδιους με τρόπο που θα απέτρεπε την ενεργοποίηση των μηχανισμών μετατροπής τους σε σωματικά συμπτώματα. Αυτό υποδηλώνει σαφώς μια ευκολία να θεωρούμε τις ψυχικές μας δυσκολίες υποδεέστερες των σωματικών από πλευράς σημασίας ή απειλής. Με άλλα λόγια, η ζωή μας είναι περισσότερο “σώμα” παρά “ψυχή”. Οι ασθενείς μας φωνάζουν δηλαδή “μα γιατρέ, αυτά που μου λέτε είναι κοινότοπα και απλά και, εν πάσει περιπτώσει, μου εγγυάστε ότι δεν έχω εγώ καρκίνο με αυτές τις ενοχλήσεις που σας αναφέρω, και να δείτε για πότε γίνομαι καλά!” Και βέβαια, όταν έχουμε μάθει να υπερτιμούμε τόσο τον “οργανικό” καρκίνο, ώστε να θεωρούμε την απουσία του ταυτόσημη με την υγεία μας, εκεί θα καταλήγουμε. Αν όμως βάλουμε αρχή, όπως έλεγαν οι πατέρες μας, και επανατοποθετήσουμε σε άλλη βάση τα προβλήματά μας, την ίδια μας τη ζωή, την αντίληψή μας για τη νόσο και την υγεία.

    Ειδικότεροι από εμάς τους ίδιους στην κατανόηση των δυσκολιών αλλά και των ενοχλημάτων μας δεν υπάρχουν. Καθαρότερο σημάδι ότι κάτι πρέπει να αλλάξει στη ζωή μας από τις ψυχοσωματικές ενοχλήσεις δεν έχει ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα! Καμία μα καμία θεωρία δεν μπορεί να γυρίσει μέσα μας τον ενδοσκοπικό ηχοβολέα, για να δούμε αν το προκάρδιο άλγος είναι μεταμφιεσμένο έλκος ή οισοφαγίτιδα ή στρες ή θυμός, αν εμείς δεν το κάνουμε.

    Γράφουν οι Αδαμίδης Σωτήριος ΜD, PhD, Δ/ντής Α΄Παθολογικής Κλινικής Ιατρικού Αθηνών & Αδαμίδη Σοφία MD 

  • Ταμπού απέναντι στην ψυχοθεραπεία

    Ταμπού απέναντι στην ψυχοθεραπεία

    Λογική και παράλογο. Ποιος μπορεί να ορίσει μια λογική σκέψη και να τη διαχωρίσει από τον παραλογισμό; Πρόκειται για έννοιες αντίθετες, αλλά και παράλληλες. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει επιθυμήσει κάτι που απαγορεύεται, που δεν έχει κυριευθεί από παράλογες φαντασιώσεις, που δεν έχει κάνει «περίεργες» σκέψεις, που δεν έχει αναρωτηθεί αν άραγε είναι ο μοναδικός που προβληματίζεται για το τί θα γινόταν αν…, αν ήταν διάσημος, αν επιτιθόταν στο αφεντικό του, αν είχε άπειρα χρήματα, αν πέθαινε, αν ήταν Θεός, αν έπεφτε το αεροπλάνο που επέβαινε, αν κοιμόταν με τη γυναίκα των ονείρων του, αν, αν αν…
     
    Όλες αυτές οι σκέψεις, καθώς και άλλες αναρίθμητες εμφανίζονται στους ανθρώπους συχνά, αλλά εκφράζονται σπάνια. Αυτόμ στις περισσότερες περιπτώσεις, συμβαίνει διότι έχουμε την έμφυτη τάση να ντρεπόμαστε μπροστά στη θέα ή στη σκέψη κάποιας κατάστασης που αποκλίνει από το γενικότερο ηθικό και κοινωνικό σύστημα αξιών, στο οποίο έχουμε μάθει να υπακούμε. Μάλιστα, τούτη η «υπακοή» ή αλλιώς «συμμόρφωση» έχει εδραιωθεί ενστικτωδώς πολύ πρώιμα, στην παιδική ηλικία. Για την ακρίβεια, έχει τις ρίζες της στην περίοδο μεταξύ τριών και πέντε ετών, όπου το παιδί βιώνει τη φάση του οιδιποδείου συμπλέγματος.
     
    Η κλινική εμπειρία, όπως επίσης έρευνες και παρατηρήσεις ετών, έχουν δείξει ότι στο πλαίσιο της οιδιπόδειας φάσης το παιδί επιθυμεί ερωτικά το γονέα του αντίθετου φύλου. Προφανώς, η ερωτική επιθυμία σε αυτή την περίοδο δεν έχει το χαρακτήρα της ενήλικης σεξουαλικότητας. Ωστόσο, χαρακτηρίζεται από ένα είδος παιδικού ερωτισμού, ο οποίος μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει σε φαντασία και ευρηματικότητα τα τεχνάσματα ενός ερωτευμένου ενήλικα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την εικόνα ενός μικρού αγοριού στην αγκαλιά της μαμάς του ή τα νάζια ενός κοριτσιού προς τον μπαμπά της, τα συνεχή παρακάλια ενός παιδιού να κοιμηθεί στο κρεβάτι των γονέων, μαζί με τους γονείς, ανάμεσα στους γονείς κ.ά. Πρόκειται για ανέλπιδες προσπάθειες από την πλευρά του παιδιού, να διεκδίκησει το γονέα-ερωτικό αντικείμενο από το γονέα του ίδιου φύλου, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα αποπλάνησης και σαγήνης που διαθέτει μέσα από τη μικρή εμπειρία ζωής και έχει αποκτήσει από τα τρία-τέσσερα χρόνια της ύπαρξής του στον κόσμο.
     
    Είναι προφανές πως δεν μιλούμε για τίποτε λιγότερο ή περισσότερο από αιμομικτικές επιθυμίες, οι οποίες προκύπτουν και εκφράζονται ασυνείδητα. Με άλλα λόγια, το παιδί δεν έχει συναίσθηση του έρωτά του, αλλά νιώθει αναγκασμένο να προσπαθεί αέναα να επιτύχει την εδραίωση μιας συμβιωτικής κατάστασης με το ερωτικό του αντικείμενο. Από την άλλη πλευρά, αντίθετες ασυνείδητες δυνάμεις πιέζουν προς την ανακατεύθυνση της ερωτικής επένδυσης του παιδιού προς κάποιο αντικείμενο ή κατάσταση που να είναι κοινωνικά αποδεκτό (όπως π.χ. αργότερα το σχολείο). Άλλως ειπείν, το περιβάλλον και οι άρρητοι κώδικες της κοινωνικής και ηθικής συμπεριφοράς ενσταλλάσουν στο παιδί την αίσθηση ότι οι αιμομικτικές του επιθυμίες και φαντασιώσεις είναι απαγορευμένες, για αυτό και θα πρέπει να παραιτηθεί από αυτές.
     
    Για να το επιτύχει αυτό δημιουργεί τα «πρέπει». Έτσι, σταδιακά, αρχίζει να συμμορφώνεται στους κανόνες. Π.χ. το μικρό αγοράκι σκέφτεται «Δεν πρέπει να επιθυμώ τη μαμά μου, γιατί η μαμά ανήκει ερωτικά στον μπαμπά. Έτσι, θα ταυτιστώ με το μπαμπά, ώστε, όταν μεγαλώσω, να βρω μία γυναίκα σαν τη μαμά.» Σε αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινούν μηχανισμοί ταύτισης με το γονέα του ίδιου φύλου. Το αγοράκι επιδιώκει να περνά χρόνο με το μπαμπά. Το κοριτσάκι φορά τα παπούτσια της μαμάς, ζητά να βάλει καλλυντικά και να γίνει μια μικρή κυρία κ.ο.κ. Φυσικά, όλα αυτά δεν γίνονται συνειδητά και δεν έχουν πάντα την ίδια εξέλιξη.
     
    Αντίστοιχα παραδείγματα συγκρούσεων μεταξύ λογικής και παραλόγου, επιτρεπτού και μη επιτρεπτού, εμφανίζονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Έτσι, όλοι μας βιώνουμε συνεχείς ενδοψυχικές πάλες μεταξύ λογικής και παραφροσύνης ή μεταξύ επιθυμίας και απαγόρευσης. Η ψυχική υγεία αποτελεί το σημείο ισορροπίας μεταξύ των δύο αντίθετων δυνάμεων.
     
    Όλες αυτές οι καταστάσεις εγείρουν ερωτήματα. Και η αλήθεια είναι πως όλοι είμαστε περίεργοι να μάθουμε τι γίνεται μέσα στην ψυχή μας. Όμως, όσο πιο τραυματισμένοι, φοβισμένοι  ή ευάλωτοι αισθανόμαστε, τόσο πιο δύσκολα είμαστε σε θέση να επιχειρήσουμε εσωτερικές ανασκαφές, να ασχοληθούμε με το τι μας συμβαίνει, να φέρουμε στην επιφάνεια κάποιο ενδεχόμενο τραύμα και στη συνέχεια να το επιλύσουμε. Πολύ απλά διότι κυριευόμαστε από την ιδέα ότι, όταν κάτι δεν το συζητάμε ή δεν το διερευνούμε, παύει να υπάρχει, κατά τον ίδιο τρόπο που ένα βρέφος λίγων μηνών ζωής αισθάνεται πως οτιδήποτε εξαφανίζεται από το οπτικό του πεδίο, παύει να υπάρχει.
     
    Κάπως έτσι, προκύπτει το ταμπού απέναντι στην ψυχοθεραπεία και οι κατηγορηματικές τοποθετήσεις περί μη αναγκαιότητας οποιασδήποτε διαδικασίας ενδοσκόπησης. Ουσιαστικά, η εν λόγω προκατάληψη –όπως και κάθε προκατάληψη-, υποκρύπτει λανθάνοντες φόβους ότι θα έρθουν στην επιφάνεια θραύσματα «άρρωστων» σκέψεων, συναισθημάτων και φαντασιώσεων, που για καιρό βρίσκονται απωθημένα στο ασυνείδητο.
     
    Τούτοι οι ενδεχόμενοι φόβοι φαίνεται να οδηγούν με τη σειρά τους σε ασυνείδητες σκέψεις όπως:: «αν σκαλίσω το τραύμα μου θα πονέσει» ή «καλά είμαι όσο δεν γνωρίζω αυτά που φοβάμαι να γνωρίσω» ή «αν πάω σε ψυχολόγο, οι άλλοι θα με θεωρήσουν ‘τρελό’» κ.ο.κ. Πρόκειται για ασυνείδητες διαγενεολογικές μεταβιβάσεις ή παλινδρομήσεις στα παρελθοντικά στερεότυπα, που έτειναν να δαιμονοποιήσουν ό, τι δεν μπορούσε να γίνει κατανοητό.
     
    Επίσης, πίσω από τα ταμπού απέναντι στην ψυχοθεραπεία ενδέχεται να καιροφυλακτεί ο ασυνείδητος φόβος ότι μέσα από τη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου θα επαναληφθούν ασυνείδητα μοτίβα δυσλειτουργικών σχέσεων (π.χ. ο φόβος κάποιου ατόμου ότι ο θεραπευτής θα είναι απορριπτικός, όπως ήταν και η μητέρα του).
     
    Σίγουρα δεν είναι όλες οι θεραπευτικές και θεωρητικές προσεγγίσεις ταιριαστές σε όλους. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πλησίασμα στα συναισθήματα και στην ψυχή μας, είτε επιτυγχάνεται στο πλαίσιο μιας ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας είτε προσφέρεται μέσα από μια «θεραπευτική» ανθρώπινη σχέση, μπορεί να είναι ευεργετικό.
    Βέρα Αθανασίου,
    Ψυχολόγος PhD – Ψυχοθεραπεύτρια
    verathanasiou@gmail.com
    www.psychotherapy-athanasiou.gr
    6936953968

  • Πρόληψη του εφηβικού στρες

    Πρόληψη του εφηβικού στρες

    Σύμφωνα με τη σύγχρονη αντίληψη, η εφηβεία είναι μια έντονα προγραμματισμένη, βιολογική διαδικασία που επηρεάζει τη συμπεριφορά, τη συναισθηματική ευεξία και τη γενικότερη υγεία με πολλούς τρόπους. Το στρες και οι αλλαγές στη συμπεριφορά εν μέρει σχετίζονται και με τις ορμονικές μεταβολές της εφηβείας που επηρεάζουν τη δομή και τη λειτουργία του αναπτυσσόμενου εγκεφάλου. Από την άλλη πλευρά, η σύγχρονη έννοια της εφηβείας μεταβάλλεται ραγδαία, καθώς η ηλικία έναρξης της ενήβωσης μειώνεται, ενώ η ηλικία επίτευξης ώριμων κοινωνικών ρόλων αυξάνεται. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπου που η βιολογική ενήβωση, δηλαδή το νευροενδοκρινικό στοιχείο της εφηβείας, προηγείται σημαντικά της ηλικίας επιτυχούς λειτουργικότητας ως ενηλίκου, που συνιστά το ψυχοκοινωνικό στοιχείο της εφηβείας. Η πολυπλοκότητα της σύγχρονης κοινωνίας, η οικογενειακή κρίση, η πίεση από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η πολυπολιτισμική κοινωνία, η ανεργία, η φτώχεια, η προσδοκία παρατεταμένης μόρφωσης και καθυστερημένης αναπαραγωγικής διαδικασίας οδηγούν σε καθυστέρηση της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης των νέων ατόμων. Σήμερα, οι νέοι άνθρωποι παραμένουν περισσότερο χρόνο στην εκπαίδευση, καθυστερώντας την εργασία, τον γάμο και την τεκνοποίηση, με αποτέλεσμα να καθίσταται πλέον ασαφές το τέλος της εφηβείας. Παρά τη διαδεδομένη νομική της σημασία, η ηλικία των 18 ετών, σε πολλές χώρες, δεν δηλώνει πλέον την ενηλικίωση του εφήβου.
    Αυτή η αναντιστοιχία (mismatch) στην ηλικία βιολογικής και ψυχοκοινωνικής ωρίμανσης ασκεί ουσιαστική πίεση στους σύγχρονους εφήβους που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για στρες και άλλες ψυχοκοινωνικές διαταραχές. Η σύγχρονη προσέγγιση για τη βελτίωση της ψυχικής υγείας και την αντιμετώπιση του εφηβικού στρες σε παγκόσμιο επίπεδο έχει μετακινηθεί πέρα από την παραδοσιακή μείωση των παραγόντων κινδύνου και επικεντρώνεται σε προστατευτικούς κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες, που, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, είναι «οι καταστάσεις στις οποίες οι άνθρωποι γεννιούνται, αναθρέφονται, ζουν, εργάζονται και γερνούν». Οι γονείς αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες της υγείας σε όλη τη διάρκεια της ζωής των εφήβων και πρέπει να ενισχύουν τις ικανότητες και τις εσωτερικές δυνάμεις τους, ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά το στρες, να επανακάμπτουν από τις αντιξοότητες και να εκδηλώνουν συμπεριφορές που προάγουν την υγεία τους, δηλαδή να αναπτύξουν ψυχική ανθεκτικότητα (resilience). Η ψυχική ανθεκτικότητα χαρακτηρίζεται από επτά αναπόσπαστα, αλληλοσχετιζόμενα χαρακτηριστικά: Την επάρκεια (competence), την αυτοπεποίθηση (confidence), τη σύνδεση (connection), τον χαρακτήρα (character), τη συμβολή (contribution), την αντιμετώπιση (coping) και τον έλεγχο (control). Οι έφηβοι πρέπει να νιώσουν επάρκεια για να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση. Χρειάζονται βαθιά σύνδεση με τουλάχιστον έναν ενήλικο για να ενισχύσουν την επάρκεια. Χρειάζονται χαρακτήρα για να μάθουν πώς να συμβάλουν στις οικογένειές τους και στον κόσμο και ο χαρακτήρας σφυρηλατείται μέσω των βαθιών συνδέσεων με τους άλλους. Η συμβολή χτίζει τον χαρακτήρα και δυναμώνει περαιτέρω τις συνδέσεις. Οι έφηβοι που συμβάλλουν στην κοινωνία αποκτούν αυτοπεποίθηση, καθώς νιώθουν όλο και πιο επαρκείς και αυτό τους δίνει αυξημένη αίσθηση ελέγχου. Οι έφηβοι με αίσθηση ελέγχου πιστεύουν στην ικανότητά τους να λύνουν τα προβλήματα, έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν επίμονα ένα πρόβλημα μέχρι να βρούνε λύση. Όταν οι έφηβοι συνειδητοποιούν ότι μπορούν να ελέγξουν την έκβαση των αποφάσεων και των πράξεών τους, είναι πιθανότερο να μάθουν πως έχουν την ικανότητα να κάνουν αυτό που χρειάζεται για να επανακάμψουν και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το στρες.
    Η ψυχική ανθεκτικότητα αποτελεί μέρος της ψυχοσύνθεσης των παιδιών και των εφήβων. Τα παιδιά και οι έφηβοι είναι γεννημένοι με δυνάμεις και ικανότητες να αντιμετωπίζουν το στρες, να αντεπεξέρχονται στις αντιξοότητες, να μαθαίνουν από τα λάθη τους και να ωριμάζουν σε υπεύθυνους, ικανούς ενήλικες. Όμως δεν μπορούν να αναπτύξουν και να ενεργοποιήσουν τις εσωτερικές δυνάμεις τους, εκτός αν τους δοθούν ευκαιρίες να το κάνουν. Για να γίνουν δυνατοί, οι έφηβοι χρειάζονται αγάπη χωρίς όρους, απόλυτη ασφάλεια και βαθιά σύνδεση με τουλάχιστον έναν ενήλικο. Οι γονείς είναι οι πιο σημαντικές πηγές αγάπης, υποστήριξης και καθοδήγησης για τα παιδιά και τους εφήβους και γι’ αυτό έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση στη δόμηση της ψυχικής ανθεκτικότητάς τους. Τίποτα από αυτά που λένε οι γονείς δεν είναι τόσο σημαντικά όσο αυτά που τους βλέπουν οι έφηβοι να κάνουν οι ίδιοι σε καθημερινή βάση και σε περιόδους κρίσης. Το να ακούνε τους εφήβους με προσοχή είναι πιο σημαντικό από οτιδήποτε μπορούν να πουν οι γονείς, τόσο σε καταστάσεις ρουτίνας όσο και σε στιγμές κρίσης. Οι έφηβοι με ευρύ φάσμα δεξιοτήτων και θετικών στρατηγικών αντιμετώπισης του στρες θα είναι προετοιμασμένοι να ξεπεράσουν οποιαδήποτε κρίση και θα είναι λιγότερο πιθανό να εκδηλώσουν ριψοκίνδυνες συμπεριφορές.
    Φλώρα Μπακοπούλου, παιδίατρος Εφηβικής Ιατρικής,
    επιστημονική υπεύθυνη Ειδικού Κέντρου Εφηβικής Ιατρικής (ΕΚΕΙ),
    έδρα UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής, Χωρέμειο Ερευνητικό Εργαστήριο
    Α’ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία»