Ετικέτα: σχεσεις

  • Διαφωνούμε – και αυτό είναι καλό! Η διαφωνία και τι μπορεί να μας προσφέρει

    Διαφωνούμε – και αυτό είναι καλό! Η διαφωνία και τι μπορεί να μας προσφέρει

    Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ μια όλο και μεγαλύτερη δυσκολία των ανθρώπων να αντέξουν τη διαφωνία! Πάντα ως λαός νομίζω πως δυσκολευόμασταν στην ορθολογική συζήτηση/αντιπαράθεση, αλλά έχω την εντύπωση πως η δυσκολία μας αυτή διαρκώς μεγαλώνει.

    Μοιάζουμε όλοι να μην αντέχουμε καμία διαφωνία, καμία διαφορετική άποψη. Ενώ η διαφωνία είναι φυσική ανάμεσα σε διαφορετικούς ανθρώπους και πολύ χρήσιμη, εμείς την αντιμετωπίζουμε σαν να είναι προσβολή στο πρόσωπό μας ότι κάποιος άλλος βλέπει ένα θέμα με διαφορετική ματιά και καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα.

    Αρκεί ένας σύντομος περίπατος στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να επιβεβαιώσετε ότι η παρατήρηση αυτή έχει μεγάλη δόση αλήθειας. Παντού θα βρείτε αρνητικά σχόλια, πολλά μάλιστα χυδαία, βίαια, ή απειλητικά για κάποια άποψη που κάποιος διατύπωσε. Κάποτε μου φαινόταν διασκεδαστικό να διατρέχω τα σχόλια που κάνουν κάποιοι για τα σχόλια που έκαναν κάποιοι άλλοι για κάτι που κάποτε έγραψε κάποιος τρίτος! Τώρα πια μου φαίνεται εμετικό!

    Άνθρωποι βρίζουν και απειλούν άλλος ανθρώπους που δεν τους γνωρίζουν καθόλου μόνο και μόνο επειδή διαφωνούν με μια θέση τους. Και αυτό συμβαίνει σε όλα τα επίπεδα και τις ηλικίες: έφηβοι, γονείς, καθηγητές πανεπιστημίου, επιστήμονες, νοικοκυρές, άνεργοι, πολιτικοί «αριστεροί» και πολιτικοί «δεξιοί», η Εκκλησία και διάφοροι ιερείς – αντιδρούν συχνά χυδαία ή βίαια σε αγνώστους που δεν τους έχουν βλάψει με κανέναν τρόπο μόνο και μόνο επειδή έχουν άλλη άποψη.

    Τελικά, φοβάμαι ότι πολλοί άνθρωποι όταν μιλούν για αποδοχή της διαφορετικότητας και συμπερίληψη την εννοούν μονόπλευρα. Εννοούν «εσύ πρέπει να με αποδεχτείς και να με συμπεριλάβεις – εγώ δεν πρέπει να σε αποδεχτώ και να σε συμπεριλάβω. Αν εσύ δεν με αποδέχεσαι, είσαι φανατικός, ακραίος, παράλογος, μισαλόδοξος. Αν εγώ δεν σε αποδέχομαι, είμαι λογικός, δίκαιος, και απλώς αντιδρώ γιατί βλέπω το λάθος σου».

    Οπότε αυτό που βλέπουμε γύρω μας είναι δύο κατηγορίες ανθρώπων: κάποιοι (που δεν αντέχουν τη διαφωνία) διατυπώνουν πολύ έντονα τις απόψεις τους και ενδέχεται να φτάσουν μέχρι την απειλή και την εξύβριση. Άλλοι (που δεν θέλουν να τσακωθούν με τους πρώτους) απλώς κάνουν γαργάρα την άποψή τους και σταματούν να υποστηρίζουν τις θέσεις τους (ή τα δικαιώματά τους!) για να αποφύγουν τη σύγκρουση.

    Αυτή όμως η κατάσταση δεν ωφελεί καθόλου ούτε την κοινωνία, ούτε τις σχέσεις μας, ούτε την προσωπική μας ανάπτυξη. Είναι φυσικό να υπάρχουν διαφωνίες και δεν θα έπρεπε να το βλέπουμε αυτό σαν μια απειλή. Είμαστε όλοι διαφορετικοί με διαφορετικά βιώματα, διαφορετικά συμφέροντα, διαφορετικές απόψεις. Η διαφωνία δεν μας ακυρώνει, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι ένας από τους δύο πρέπει να έχει άδικο. Μπορεί να σημαίνει απλώς ότι βλέπουμε το θέμα από διαφορετική οπτική γωνία. Και αυτό είναι χρήσιμο για να δούμε και οι δύο το θέμα πιο σφαιρικά και ίσως να βρούμε καλύτερο τρόπο διαχείρισής του. Η διαφωνία λοιπόν έχει πολλά οφέλη και δεν θα έπρεπε να την αποφεύγουμε.

    Η διαφωνία με κάποιον όταν τον/την ακούμε και μας ακούει:

    •  Μας βοηθάει να καταλάβουμε καλύτερα ο ένας τον άλλο – επομένως η σχέση μας γίνεται πιο στενή.
    • Μπορεί να κάνει τη σχέση πιο ενδιαφέρουσα. Σκεφθείτε πόσο βαρετό είναι α μιλάς με κάποιον με τον οποίο συμφωνείτε σε όλα. Τελικά, δεν θα έχετε τι να πείτε.
    • Αναπτύσσει τον καθένα μας χωριστά σε επίπεδο πνευματικό.
    • Δίνει και στους δύο πληροφορίες που ίσως δεν γνωρίζαμε ή επιχειρήματα που δεν είχαμε σκεφτεί
    • Διευρύνει την οπτική μας πάνω στο συγκεκριμένο θέμα και μας βοηθάει να το δούμε πιο σφαιρικά.
    • Διορθώνει την άποψή μας, αν τελικά πειστούμε για την ορθότητα της άποψης του συνομιλητή μας.
    • Βελτιώνει τα επιχειρήματά μας καθώς ακούσαμε τα επιχειρήματα του άλλου και προσπαθήσαμε να τα αντικρούσουμε.
    • Βοηθάει να καταλήξουμε σε «λύσεις» που να γίνουν πιο εύκολα αποδεκτές από όλους.

    Η διαφωνία, τόσο μέσα στις σχέσεις μας όσο και σε ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο είναι κάτι πολύ χρήσιμο και πρέπει πια να το αποδεχτούμε.

    Αν θέλουμε να διαφωνούμε με παραγωγικό τρόπο και να κάνουμε χρήσιμες τις διαφωνίες μας θα έπρεπε:

    • Να θυμόμαστε και να θυμίζουμε στον συνομιλητή μας ότι τον/τη σεβόμαστε και αποδεχόμαστε ότι μπορεί να διαφωνούμε.
    • Να πείσουμε τον εαυτό μας ότι η διαφορετική άποψη του συνομιλητή δεν μας μειώνει, δεν μας απειλεί, δεν μας ακυρώνει. Αντίθετα, ότι είναι χρήσιμη και είναι καλό να την ακούσουμε και να τη συζητήσουμε.
    • Να θυμίζουμε συνέχεια στον εαυτό μας ότι δεν έχουμε στόχο να επιβάλλουμε τη δική μας άποψη αλλά να συζητήσουμε με τον συνομιλητή μας.
    • Να δεχτούμε ότι στο τέλος της συζήτησης μπορεί να συνεχίσουμε να διαφωνούμε – και δεν πειράζει.
    • Να ακούμε τον συνομιλητή μας χωρίς να διακόπτουμε.
    • Να διατυπώνουμε την άποψή μας με αυτοσυγκράτηση και ηρεμία
    • Να μην βρίζουμε, προσβάλλουμε ή μειώνουμε τον συνομιλητή μας ή τις απόψεις του.
    • Να μην χρησιμοποιούμε υπερβολικές ή απόλυτες εκφράσεις όπως: πάντα, ποτέ, κλπ., ούτε να βάζουμε ταμπέλες.

    Αυτή η προεκλογική περίοδος είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για να εξασκηθούμε στην παραγωγική διαφωνία. Αντί να καυγαδίζουμε ή να αποφεύγουμε τη συζήτηση για να μην καυγαδίσουμε, προτείνω να δοκιμάσουμε να συζητήσουμε ανοιχτά και με θετικό τρόπο για τα πράγματα που διαφωνούμε, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο, και ίσως να συνθέσουμε τις απόψεις μας. Αυτό πραγματικά θα μας εξελίξει σαν άτομα αλλά και σαν κοινωνία!

    Σοφία Ανδρεοπούλου, MSc Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος

     

  • Κοινωνική συναναστροφή γύρω από το τραπέζι

    Κοινωνική συναναστροφή γύρω από το τραπέζι

    H πρότυπη παραδοσιακή ελληνική γαστρονομία προσφέρει ένα εκλεκτό τραπέζι για όλη την οικογένεια. Γίνεται η αφορμή για ένα μοναδικό τρόπο επικοινωνίας, συνδυάζοντας μυρωδιές και αγαπημένα εδέσματα, συναθροίζοντας διαφορετικές γενιές και αποτυπώνοντας παιδικές μνήμες. Ωστόσο τα «τραπεζώματα» τείνουν σταδιακά να χάσουν την πρότερη αίγλη της.

    Τα οικογενειακά γεύματα άλλοτε αποτελούσαν καθημερινή τελετουργία, σήμερα συνιστούν μάλλον πολυτέλεια. Γονείς και παιδιά ταλανίζονται από ένα φορτωμένο ημερήσιο πρόγραμμα και έτσι η ώρα του φαγητού περνάει πιο βιαστικά και σιωπηλά, τα γεύματα είναι συχνότερα μοναχικά με τσιμπολόγημα πρόχειρου φαγητού, στον καναπέ ή μπροστά στην οθόνη. Η απουσία από το οικογενειακό τραπέζι είναι όμως ζημιογόνος, μιας και η ώρα του φαγητού δεν ικανοποιεί τελικά μόνο το στομάχι μας.

    Διεθνείς επιστημονικές μελέτες αποσαφηνίζουν όλα τα ευεργετικά οφέλη των συχνών οικογενειακών γευμάτων. Πιο συγκεκριμένα:

    • Επιτυγχάνεται ισορροπημένη διατροφή. Τα παιδιά που γευματίζουν με την οικογένειά τους, μαγειρεμένο φαγητό, καταναλώνουν πιο ισορροπημένα γεύματα και ταυτόχρονα μαθαίνουν σωστές διατροφικές συνήθειες. Αυτό συμβαίνει γιατί οι γονείς έχουν την ευκαιρία να ελέγχουν τι και πόσο τρώνε τα παιδιά τους όταν η οικογένεια τρώει μαζί. Αντίθετα τα παιδιά που τρώνε μόνα τους ή μπροστά στην τηλεόραση δεν προσέχουν την ποιότητα και την ποσότητα του φαγητού τους. Το οικογενειακό τραπέζι αποτελεί κατ’επέκταση μια ασπίδα προστασίας στην εμφάνιση παιδικής παχυσαρκίας και διατροφικών διαταραχών.
    • Προσδιορίζονται οι αξίες και οι αρχές του διαλόγου για τα παιδιά, μέσω της παρατήρησης των γονιών τους και της εξάσκησης. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που απολαμβάνουν στο οικογενειακό τραπέζι πλούσιες συζητήσεις, αναπτύσσουν λεξιλόγιο, βελτιώνουν τον προφορικό λόγο και αποκτούν πρώιμες αναγνωστικές ικανότητες. Το οικογενειακό γεύμα έχει μάλιστα συνδεθεί με βελτίωση της απόδοσης στο σχολείο.
    • Προάγεται η υπευθυνότητα, η ομαδικότητα και η συνεργασία των μελών μιας οικογένειας. Μοιράζονται ευθύνες και ταυτόχρονα τα παιδιά μαθαίνουν καλούς τρόπους συμπεριφοράς στο τραπέζι.
    • Παρέχεται ο απαιτούμενος χώρος στους γονείς να λειτουργήσουν ως πρότυπα συμπεριφοράς. Παράλληλα, αποσαφηνίζονται προσδοκίες, ρόλοι και οικογενειακοί κανόνες.
    • Δίνεται η ευκαιρία για επικοινωνία και ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων. Οι γονείς μπορούν να μιλήσουν μεταξύ τους και με τα παιδιά τους και να μάθουν περισσότερα για την καθημερινότητά τους, τους προβληματισμούς τους, τα ενδιαφέροντά τους, τους φίλους τους. Κυρίως οι έφηβοι αισθάνονται ότι έχουν την αποδοχή τους και είναι πιο πιθανό να στραφούν στους γονείς τους όταν αντιμετωπίζουν κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Οι γονείς μπορούν ακόμη να αξιοποιούν αυτό το χρόνο για συζητήσεις σχετικά με την επικαιρότητα, ώστε να δημιουργείται κλίμα ασφάλειας μέσα στο σπίτι.
    • Ενισχύονται οι οικογενειακοί δεσμοί. Στο τραπέζι δημιουργείται μια σταθερή βάση αναφοράς για τα μέλη της οικογένειας. Σύμφωνα με τις έρευνες, ο γάμος των ζευγαριών με νεογέννητα μωρά έχει πιο σταθερά θεμέλια όταν γευματίζουν συχνά μαζί.
    • Προάγεται η ψυχική υγεία των μελών της οικογένειας, ιδιαίτερα των παιδιών και των εφήβων καθώς προσφέρεται χρόνος, επαφή και συναισθηματική ισορροπία.
    • Μειώνεται σημαντικά η πιθανότητα εμφάνισης ψυχικών διαταραχών κυρίως στα νέα μέλη, όπως η κατάθλιψη, οι αγχώδεις διαταραχές, η χρήση ουσιών ή αλκοόλ. Στις οικογένειες που τρώνε πιο συχνά μαζί, οι γονείς παρουσιάζουν λιγότερη ένταση και κακή διάθεση, τα παιδιά είναι πιο χαρούμενα και πιο υγιή, οι έφηβοι χτίζουν ισχυρές προσωπικότητες, έχοντας καλύτερες σχέσεις με τους γονείς και τα αδέρφιά τους. Οι έρευνες δείχνουν ότι ο έφηβος περιμένει με μεγάλη ανυπομονησία το οικογενειακό γεύμα.
      Χρειάζονται άμεσες προσφυείς ενέργειες για την διατήρηση του πολύτιμου οικογενειακού γεύματος, τουλάχιστον 3 με 4 φορές την εβδομάδα.

    Στη σύγχρονη ζοφερή εποχή της οικονομικής κρίσης που οι άνθρωποι φθείρονται και εξουθενώνονται καθημερινά, το οικογενειακό τραπέζι, ακόμα και εάν δεν είναι τέλειο, προσφέρει μια αίσθηση σύνδεσης και ζεστασιάς, όπως η μητρική αγκαλιά. Το τραπέζι των γονιών αποτελεί μια πραγματική «άσκηση ζωής» για το παιδί, ένας τόπος ανταλλαγής συναισθημάτων, απόψεων, συμπεριφορών. “Μόνο όταν μαγειρευτούν όλα μαζί τα συστατικά της οικογένειας, δημιουργείται κάτι πλούσιο, ενδιαφέρον και αξέχαστο” δρ Αν Φίσελ, Καθηγήτρια Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.

    Ελένη Βαλαβάνη, Παιδίατρος 

  • Η καλοσύνη μας κάνει καλό!

    Η καλοσύνη μας κάνει καλό!

    Μέσα σε όλη τη μαυρίλα που απλώθηκε πάνω σε όλους μας μετά το δυστύχημα των τραίνων στα Τέμπη, υπήρξε για μένα και μια αχτίδα φωτός και ελπίδας: η υπέροχη ανθρωπιά πολλών ανθρώπων.

    Ανθρώπων που φέρθηκαν με γενναιότητα, με ανιδιοτέλεια, με αυτοθυσία, με καλοσύνη.  Ανθρώπων που μόλις είχε γίνει η σύγκρουση, αντί να κοιτάξουν μόνο να σώσουν τον εαυτό τους, προσπάθησαν να σώσουν και άλλους. Ανθρώπων που μετά το δυστύχημα, περίμεναν σε ουρές για να προσφέρουν αίμα. Ανθρώπων που μέρες μετά πασχίζουν με κάθε τρόπο να στηρίξουν όλους εκείνους που πληγώθηκαν από το τόσο τραγικό αυτό περιστατικό.

    Ζούμε σε μια εποχή που προβάλει πολύ το κακό, το άσχημο, το βίαιο. Κι όμως, ευτυχώς υπάρχει και το καλό. Υπάρχουν όλοι αυτοί οι ήρωες που στις δύσκολες στιγμές σκέφτονται και τους άλλους εκτός από τον εαυτό τους. Όλοι αυτοί οι εθελοντές που καθημερινά προσφέρουν χρόνο, ενέργεια, χρήματα για να βοηθήσουν άλλους. Όλοι αυτοί που φέρονται με ευγένεια και με καλοσύνη στους συνανθρώπους τους και κάνουν την ζωή μας τόσο μα τόσο καλύτερη.

    Πραγματικά, η καλοσύνη βελτιώνει πολύ την ποιότητα της ζωής όλων. Πολλές έρευνες δείχνουν ότι ο εθελοντισμός όχι μόνο ωφελεί εκείνους που «παίρνουν» αλλά και εκείνους που «δίνουν». Όταν βοηθάμε έναν άλλο άνθρωπο νιώθουμε πολλά θετικά πράγματα ταυτόχρονα. Πρώτα απ’ όλα νιώθουμε ότι είμαστε σε αρκετά καλή κατάσταση ώστε να μπορούμε να βοηθήσουμε κάποιον άλλο. Επομένως, δίνουμε ένα θετικό feedback στον εαυτό μας για την ίδια μας την κατάσταση. Επιπλέον, νιώθουμε ότι είμαστε καλοί και χρήσιμοι άνθρωποι, άρα εκτιμάμε περισσότερο τον εαυτό μας. Τελικά, νιώθουμε ότι  ζωή μας έχει νόημα και αυτό μας γεμίζει με μια αίσθηση πληρότητας και ικανοποίησης.

    Η πληρότητα αυτή μας κάνει να έχουμε καλύτερη διάθεση, λιγότερο άγχος, λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουμε κατάθλιψη, λιγότερο μόνιμο θυμό. Επίσης, ο εθελοντισμός φαίνεται πως βοηθάει και το σώμα μας καθώς διάφορες έρευνες δείχνουν πως οι εθελοντές έχουν χαμηλότερη θνησιμότητα από συνομηλίκους τους που δεν λειτουργούν ως εθελοντές, υποφέρουν λιγότερο από χρόνιο πόνο, και έχουν μειωμένες πιθανότητες για καρδιακές παθήσεις.

    Παράλληλα, ο εθελοντισμός βοηθάει να συνδεόμαστε περισσότερο με τους ανθρώπους γύρω μας, να νιώθουμε ότι ανήκουμε σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, και να κάνουμε νέους φίλους με τους οποίους μάλιστα θα έχουμε και πολλά κοινά. Ο εθελοντισμός διευρύνει την οπτική μας και ανοίγει το μυαλό μας. Ο εθελοντισμός κάνει τεράστιο καλό σε όλους μας.

    «Ωραία όλα αυτά – αλλά ποιος προλαβαίνει να κάνει εθελοντισμό;» ίσως να σκέφτεστε.

    Πρώτα απ’ όλα, ο εθελοντισμός δεν απαιτεί πολύ χρόνο. Μπορείτε να αποφασίσετε και να διαθέσετε τον χρόνο που εσείς έχετε. Ακόμα και μια ώρα τον μήνα, ακόμα και μέσα από το σπίτι σας, μέσα από κάποια οθόνη ή κάποιο τηλέφωνο, θα ωφελήσει τόσο εσάς όσο και κάποιον άλλο άνθρωπο. Επίσης, αν δεν έχετε χρόνο, μπορείτε να προσφέρετε χρήματα, αντικείμενα, γνώσεις. Οτιδήποτε προσφέρετε σε άλλους ανιδιοτελώς, θα επιστραφεί σε εσάς με τόκο.

    Ωστόσο, καλοσύνη δεν σημαίνει μόνο «σώζω τους άλλους» ούτε σημαίνει μόνο «είμαι εθελοντής». Η καλοσύνη είναι μια στάση ζωής, μια νοοτροπία. Δεν είναι ανάγκη να είμαστε εθελοντές για χρόνια, ούτε ήρωες που σώζουν ζωές. Μπορούμε να φερόμαστε με καλοσύνη στην καθημερινότητά μας – και αυτό ήδη θα κάνει τεράστιο καλό τόσο σε εμάς όσο και στους ανθρώπους γύρω μας.

    Σκεφθείτε πόσο πιο ωραία θα ήταν η ημέρα μας αν φερόμαστε με καλοσύνη και ευγένεια ο ένας στον άλλο. Αν χαμογελούσαμε στον υπάλληλο του καταστήματος, αν δίναμε τη θέση μας στο λεωφορείο στον ηλικιωμένο, αν βοηθούσαμε κάποιον που δεν ένιωθε καλά, αν παραχωρούσαμε προτεραιότητα στο σταυροδρόμι. Σκεφθείτε πόσο πιο ωραία θα ήταν η ζωή μας αν φερόμαστε με καλή πίστη και καλή διάθεση στου άλλους.

    Αυτές οι μικρές καθημερινές πράξεις καλοσύνης μπορούν πραγματικά να κάνουν καλύτερη τη ζωή όλων μας – και είναι τόσο εύκολο να τις κάνουμε. Αρκεί να το αποφασίσουμε!

    Σοφία Ανδρεοπούλου, MSc, Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος

  • Το βλαβερό και το ωφέλιμο άγχος!

    Το βλαβερό και το ωφέλιμο άγχος!

    Άγχος! Όλοι μιλάμε για το άγχος διαρκώς – η εποχή μας άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η εποχή του άγχους. Αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου παράξενο αν σκεφτεί κανείς ότι μια συχνή απάντηση στην ερώτηση «τι κάνεις;» είναι «τρέχω!».

    Τρέχουμε, πιεζόμαστε, προσπαθούμε να τα προλάβουμε όλα, να τα πετύχουμε όλα, να τα αποκτήσουμε όλα. Ταυτόχρονα, η διαρκής επαφή μας με την «επικαιρότητα» μας θυμίζει συνεχώς πόσο αβέβαια είναι όλα, πόσα τραγικά μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή, πράγμα που βέβαια μας γεμίζει φόβο. Επομένως, από τη μια πλευρά πιεζόμαστε για να βγάλουμε πέρα την καθημερινότητα, από την άλλη φοβόμαστε διαρκώς ότι η πιεστική αυτή καθημερινότητα μπορεί να καταρρεύσει – και όλα αυτά μας δημιουργούν ένα μόνιμο αίσθημα άγχους.

    Τι όμως είναι το άγχος;

    Πρώτα απ’ όλα, ας το ξεχωρίσουμε από το στρες. Το στρες είναι η φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού μας όταν έρχεται αντιμέτωπος με κάτι νέο, απαιτητικό, όταν «ξεβολεύεται». Το στρες προετοιμάζει το σώμα μας για να διαχειριστεί το «άγνωστο» – και βέβαια υποχωρεί όταν πια το «άγνωστο» έχει γίνει γνωστό και η κατάσταση δεν είναι καινούρια. Το στρες λοιπόν συνδέεται περισσότερο με το παρόν.

    Το άγχος, από την άλλη μεριά, είναι η δυσάρεστη κατάσταση που βιώνουμε όταν ανησυχούμε για το τι μπορεί να συμβεί αργότερα ή σκεφτόμαστε ότι δεν είμαστε σε θέση να τα καταφέρουμε καλά σε κάτι που θα συμβεί. Το άγχος λοιπόν συνδέεται περισσότερο με το μέλλον και με σκέψεις που κάνουμε για τη δική μας ικανότητα να το διαχειριστούμε. Και καθώς το μέλλον πάντα υπάρχει, και αρνητικά σενάρια μπορούμε πάντα να κάνουμε, το άγχος δεν υποχωρεί εύκολα. Αντίθετα, μπορεί να μας συνοδεύει μόνιμα, ακόμα και χωρίς να σκεφτόμαστε συνειδητά κάτι αρνητικό για το μέλλον.

    Και όταν μόνιμα νιώθουμε άγχος, τότε πολλά άσχημα συμβαίνουν στη ζωή μας: δυσκολίες με τον ύπνο, διαταραχές διατροφής, μια μόνιμη δυσφορία, πεσμένο ανοσοποιητικό, μεγαλύτερη ευαλωτότητα σε ασθένειες, ψυχοσωματικά προβλήματα, ακόμα και προβλήματα στις σχέσεις μας. Το έντονο και χρόνιο άγχος ασφαλώς μας βλάπτει και είναι εχθρός για εμάς.

    Ωστόσο, ίσως είναι καιρός να δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος. Το άγχος δεν είναι αναγκαστικά εχθρός – μπορεί να γίνει και φίλος μας αρκεί να είναι μέτριας έντασης και όχι διαρκές. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι το άγχος, όταν είναι μέτριας έντασης και όχι μόνιμο, μας ωφελεί. Το μέτριο άγχος μας ωθεί να σκεφτούμε από πριν τι μπορεί να πάει στραβά σε μια κατάσταση και επομένως να το προλάβουμε ή να προετοιμαστούμε καλύτερα για αυτό. Το μέτριο άγχος μας κινητοποιεί και προετοιμάζει τον οργανισμό μας για να δράσει.

    Ας δούμε ένα παράδειγμα. Η Ελένη είναι φοιτήτρια της ιατρικής και έχει μόνιμα έντονο άγχος. Συνέχεια αμφιβάλλει για την ικανότητά της να τα βγάλει πέρα και αυτό τη γεμίζει δυσφορία και την ακινητοποιεί. Στην προηγούμενη εξεταστική το άγχος της την παρέλυσε: σκεφτόταν διαρκώς ότι δεν προλαβαίνει να προετοιμαστεί καλά και ότι δεν θα περάσει, και αυτό την έκανε να νιώθει πολύ άσχημα σωματικά και ψυχικά. Είχε διαρκώς τάση για εμετό, πάθαινε ταχυπαλμίες, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν κατάφερνε να μελετήσει σωστά και τελικά πράγματι δεν πήγε καλά στις εξετάσεις της. Το άγχος της την έβλαψε γιατί ήταν υπερβολικά έντονο και μόνιμο.

    Ο Γιάννης είναι επίσης φοιτητής ιατρικής και δεν έχει μόνιμα έντονο άγχος. Δεν αμφιβάλλει διαρκώς για την ικανότητά του να τα βγάλει πέρα. Στην εξεταστική, βιώνει ένα μέτριο άγχος που τον κινητοποιεί να διαβάσει. Η σκέψη ότι πλησιάζουν οι εξετάσεις τον ωθεί να κάνει καλύτερο πρόγραμμα και να πιέσει τον εαυτό του να το τηρήσει για να προλάβει να καλύψει την ύλη. Αν κάποια στιγμή αρχίσει να αμφιβάλλει ότι θα προλάβει, καθησυχάζει και ενθαρρύνει τον εαυτό του με τη σκέψη ότι και στις άλλες εξεταστικές τα κατάφερε μια χαρά. Έτσι διατηρεί το άγχος του σε μέτριο επίπεδο. Και όταν η εξεταστική τελειώσει, νιώθει ανακούφιση και το άγχος του περνάει.

    Ο Γιάννης και η Ελένη βρίσκονται στην ίδια κατάσταση αλλά η Ελένη βιώνει ένα έντονο και διαρκές άγχος που είναι βλαβερό, ενώ ο Γιάννης ένα μέτριο και προσωρινό άγχος που είναι ωφέλιμο. Για την Ελένη το άγχος είναι εχθρός – για τον Γιάννη είναι φίλος.

    Πώς λοιπόν μπορούμε να κάνουμε το άγχος φίλο μας;

    Πρώτα απ’ όλα, είναι πολύ σημαντικό να το αποδεχτούμε και να το δούμε θετικά: πάντα θα υπάρχει κάποιο άγχος στη ζωή μας. Δεν πρέπει να προσπαθούμε να το αποφεύγουμε, δεν πρέπει να το φοβόμαστε. Πρέπει να το βλέπουμε σαν κάτι που μπορεί να μας κάνει καλό.

    Το επόμενο βήμα είναι να δουλέψουμε με την αυτοπεποίθησή μας: προκειμένου να μην αγχωνόμαστε υπερβολικά πρέπει να πιστεύουμε περισσότερο στην ικανότητά μας να τα βγάζουμε πέρα. Είναι πολύ σημαντικό να αρχίσουμε να τονίζουμε περισσότερο στον εαυτό μας αυτό που καταφέρνουμε, αυτό στο οποίο είμαστε καλοί, αυτό που έχουμε ήδη πετύχει.

    Επιπλέον, είναι σημαντικό να περιορίσουμε τη φαντασία μας και να αυξήσουμε τη δράση μας. Αντί να φανταζόμαστε τι μπορεί να πάει στραβά, καλύτερο θα ήταν να εντοπίσουμε τι μπορούμε να κάνουμε για να αυξήσουμε τις πιθανότητες να πάνε όλα καλά. Το άγχος είναι εκεί για να μας ωθεί σε δράση.

    Στα πλαίσια της προσπάθειας για δράση, είναι σημαντικό να διακρίνουμε τι μπορούμε να ελέγξουμε και τι όχι. Δεν ασκούμε έλεγχο πάνω στα πάντα. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να ελέγξουμε κυρίως τον τρόπο που σκεφτόμαστε και αντιδρούμε. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τις αντιδράσεις των άλλων ούτε όλες τις συνθήκες γύρω μας. Επομένως, κάνουμε τις ενέργειες που έχουμε αποφασίσει για να βελτιώσουμε τις πιθανότητες να πάνε όλα καλά. Τα υπόλοιπα δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε οπότε δεν έχει νόημα να τα σκεφτόμαστε.

    Αν το καλοσκεφθείτε, το μόνιμο άγχος είναι σαν να προσπαθούμε να σκοτώσουμε ένα φανταστικό τέρας – δαπανάμε άπειρη ενέργεια χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Δεν χρειάζεται να πολεμάμε πια – αρκεί να πάψουμε να φανταζόμαστε το φανταστικό τέρας. Αρκεί να το φανταστούμε σαν φίλο μας!

    Σοφία Ανδρεοπούλου, MSc Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος

  • Ανθρώπινες σχέσεις «Καμία ανοχή, σε καμία μορφή βίας»

    Ανθρώπινες σχέσεις «Καμία ανοχή, σε καμία μορφή βίας»

    Παιδιά της ίδια μητέρας, της ενδοοικογενειακής βίας, είναι σύμφωνα με την Κλινική Ψυχολόγο Ψυχοθεραπεύτρια, Δρα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθύντρια του Ψυχοθεραπευτικού Κέντρου Therapy Nest, Άννα Κανδαράκη, όλα τα είδη βίας που βιώνουμε ως κοινωνία.

    Στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή της στο περιοδικό ΔΥΟ, η ίδια επισημαίνει ότι μια κακοποιητική σχέση, όπως και κάθε σχέση, χρειάζεται δύο και πως κανείς δεν μπορεί να γίνει κακοποιητικός εάν δεν του το επιτρέψουμε.

    Παρατηρούμε διαρκώς μια έκρηξη στη βία γύρω μας: ενδοοικογενειακή, ενδοσχολική, βία με θύματα γυναίκες, βία με θύματα παιδιά. Βία σωματική, αλλά και σεξουαλική. Πού οφείλεται αυτή η έκρηξη; 

    Έχει σημασία να κατανοήσουμε ότι οποιοδήποτε επιθετικό προσδιορισμό και να βάλουμε δίπλα από τη λέξη βία -έμφυλη, σχολική, εφηβική, σεξουαλική- όλες οι μορφές της είναι παιδιά της ίδιας μητέρας: της ενδοοικογενειακής βίας.
    Η βιβλιογραφία δείχνει ότι εκείνος που ασκεί βία μέσα στην εργασία του είναι εκείνος που έχει ασκήσει βία στο σχολείο και είναι ο ίδιος αντίστοιχα που έχει βιώσει βία μέσα στην οικογένειά του. Υπάρχει δηλαδή εξοικείωση με τη βία από την παιδική ηλικία.
    Αν δεν πιάσουμε το νήμα της βίας -κρυφής ή φανερής- μέσα στην οικογένεια, το φαίνομενο θα συνεχίσει να εντείνεται και να επεκτείνεται.

    Υπήρξε μια αλματώδης αύξηση της βίας της τάξης του 20% στη διάρκεια των lockdown. Σε ολόκληρη την Ευρώπη παρατηρήθηκε αύξηση των κλήσεων βοήθειας σε γραμμές για θύματα βίας τους πρώτους 9 μήνες της πανδημίας. Ήταν παράγοντας τα lockdown, «απόνερα» των οποίων βλέπουμε ακόμη και σήμερα; 

    Η πανδημία ξεκίνησε ως μια υγειονομική κρίση και εξελίχθηκε σε υπαρξιακή κρίση. Θέσαμε ερωτήματα όπως: Τι είναι η ζωή; Τι είναι ο θάνατος; Πότε η ελευθερία μπαίνει πάνω από την ίδια τη ζωή; Πόση αξία έχει η ζωή χωρίς την ελευθερία και την ανθρώπινη επαφή;  Βιώσαμε σημαντικές απώλειες βασικών μας αναγκών, όπως είναι η ελευθερία και η ανθρώπινη επαφή.
    Ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να οδηγήσει σε ενστικτώδεις μηχανισμούς επιβίωσης, που πάνω στο κατάλληλο υπόβαθρο μπορούν να βγουν ακατέργαστοι προς τα έξω, μέσα από τη βία και την επίθεση. Και όταν λέμε «να βγουν» εννοούμε σε κάποιον άλλο ή στον εαυτό μας. Γι’ αυτό είδαμε και αύξηση στη χρήση ουσιών και των αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών.
    Την ίδια στιγμή το lockdown δεν επέτρεπε τους περιφερειακούς αντιπερισπασμούς αποσυμπίεσης, όπως είναι τα ταξίδια, τα ψώνια, τα γήπεδα, οι συναντήσεις με φίλους. Μείναμε ξαφνικά μέσα σ’ ένα σπίτι μόνοι με τις επιλογές μας και κάποιες φορές καταλάβαμε δυστυχώς ότι αυτές οι επιλογές είναι κακοποιητικές. Επομένως «φυλακιστήκαμε με τις επιλογές μας».
    Στην πανδημία θύτης και θύμα βρέθηκαν κλεισμένοι μέσα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα διαφυγής.  Προσέξτε όμως. Δεν δημιούργησε η πανδημία τον θύτη ή το θύμα. Αυτοί οι ρόλοι προϋπήρχαν και απλώς ενισχύθηκαν κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν πλέον οι εύκολες, γνώριμες λύσεις.Ούτε ο θύτης μπορούσε να διοχετεύσει την ένταση και τον θυμό του μέσα από συναθροίσεις ούτε το θύμα αντίστοιχα μπορούσε να κουκουλώσει ή να υποτιμήσει τον πόνο μέσα από την επικοινωνία με κάποιο συγγενή ή φίλο. Άλλωστε, όλα αυτά είναι υποκατάστατα και σε καμία περίπτωση λύσεις.
    Γι’ αυτό και οι κλήσεις σε τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας μπορεί όντως να έγιναν η μόνη δυνατότητα διεξόδου.

    Μιλούν περισσότερο σήμερα οι γυναίκες και τα παιδιά για τη βία;

    Φαίνεται πως η πανδημία μπορεί να βοήθησε σε αυτό. Ήταν σαν να κλείσαμε τις πόρτες του σπιτιού μας και να ανοίξαμε περισσότερο τα αυτιά μας, τα μάτια μας, τις ψυχές μας. Να ακούσουμε. Και όταν αισθανθήκαμε ότι μας ακούν, αντίστοιχα τολμήσαμε και να μιλήσουμε. Βασική προϋπόθεση του ομιλητή είναι το ακροατήριο. Τώρα μιλάμε περισσότερο γιατί είμαστε και έτοιμοι να ακούσουμε περισσότερο.
    Μοιάζει σαν να είμαστε περισσότερο έτοιμοι να διαχωρίσουμε την ευθύνη του θύτη και να δεχτούμε την ολοκληρωτική απενοχοποίηση του θύματος, ειδικά στις περιπτώσεις της σεξουαλικής κακοποίησης, όπως στην περίπτωση του me too. Μας ενδιαφέρει η ουσία των σχέσεών μας και όχι μόνο η επιφάνεια. Έχουμε πραγματικό νοιάξιμο και όχι αρρωστημένη περιέργεια για το τι συμβαίνει στον διπλανό, κι αυτό ήταν κάτι που επίσης μας έμαθε η πανδημία. Ότι, δηλαδή, αυτό που συμβαίνει στον διπλανό, δεν είναι μακριά. Μας αφορά.

    Τι ρόλο έχει παίξει η ύπαρξη κοινωνικών λειτουργών/ψυχολόγων στα σχολεία; 

    Η ύπαρξη εκπαιδευμένου προσωπικού σε ζητήματα ψυχικής υγείας είναι μια μεγάλη βοήθεια, τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο και για τους γονείς. Το σχολείο είναι το δεύτερο περιβάλλον όπου το παιδί μαθαίνει να συσχετίζεται. Εκεί μπορεί ένα έμπειρο μάτι να εντοπίσει λανθασμένες συμπεριφορές και τραύματα που μπορεί να κουβαλάει ένα παιδί. Αρχικά, λοιπόν, η παρουσία τους είναι σημαντική για να εντοπιστούν προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν και να μην έχουν γίνει εμφανή μέσα στην οικογένεια.

    Σε δεύτερη ανάγνωση, ο ειδικός έρχεται να δώσει βοήθεια, να κατευθύνει, να ενημερώσει τους γονείς και τέλος να δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο, αυτό το θεραπευτικό, στο παιδί που θα μάθει να εμπιστεύεται, να μεταφέρει τη δυσκολία του και να μοιράζεται το συναίσθημά του. Ειδικά εάν στο σπίτι δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις. Θέλω να είμαι δίκαιη. Η γονεϊκότητα σήμερα είναι μια πολύ περίπλοκη και απαιτητική υπόθεση. Σαν γονιός μέσα σε μια τεράστια μέρα με πολλές υποχρεώσεις και τρέξιμο πρέπει να βρω χρόνο για το παιδί μου και την ίδια στιγμή να καταλάβω τα δικά μου τα σκοτάδια, να μην τα μεταφέρω.Γι’ αυτό και καμαρώνω πολύ τους νέους γονείς που έρχονται και ζητούν βοήθεια. Οι ψυχολόγοι διορθωτικές κινήσεις θα κάνουμε. Οι πρωταγωνιστές για ένα παιδί είναι και θα είναι πάντα οι γονείς.Τι θα ήταν ίσως ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που θα έπρεπε να μάθουμε στα παιδιά μας για να εξελιχθούν σε υγιείς προσωπικότητες;  Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από την ελευθερία. Σημαντικό είναι τα παιδιά να μάθουν να είναι ελεύθερα. Θυμηθείτε ότι φροντίζω σημαίνει φροντίζω για την αυτονομία του άλλου. Εμείς μπερδευόμαστε και νομίζουμε ότι φροντίδα σημαίνει αναλαμβάνω τον άλλο, θυσιάζομαι, βάζω τον εαυτό μου στην άκρη.
    Γι’ αυτό και η Ελληνίδα μητέρα έχει μάθει να φροντίζει, αλλά όχι να φροντίζεται. Και αυτή η νοοτροπία της θυσίας, και αντίστοιχα της ενοχής, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά.
    Τα νέα παιδιά έχει σημασία να νιώσουν ελεύθερα, να χτίσουν αυτονομία, για να μπορούν να βρουν τα δικά τους υλικά, να φτιάξουν τη δική τους ευτυχία.

    Ποια είναι τα σημάδια μιας κακοποιητικής σχέσης;

    Κανείς δεν μπορεί να γίνει κακοποιητικός, εάν δεν του το επιτρέψουμε. Το υπογραμμίζω αυτό γιατί έχει νόημα να καταλάβουμε ότι η κακοποιητική σχέση, όπως κάθε σχέση, χρειάζεται δύο. Κάποιος να κακοποιεί και κάποιος να ανέχεται.  Η βία συχνά ξεκινάει πιο ήπια, με ένα υποτιμητικό σχόλιο, ένα απαξιωτικό βλέμμα και εξελίσσεται κλιμακωτά. Συναντώ γυναίκες που πρώτα οι ίδιες θα υποτιμήσουν τη βία, που δέχονται ότι «ήταν απλά ένα χαστούκι», «μια σπρωξιά». Εξαρχής, λοιπόν, να πούμε ότι δεν υπάρχει καμία ανοχή σε καμία μορφή βίας.
    Ένα ακόμα σημάδι είναι όταν εντοπίζουμε έντονη ζήλεια, πίσω από την οποία τις περισσότερες φορές κρύβονται έλεγχος και περιορισμός. Εδώ πάλι πρέπει να προσέξουμε γιατί ένα κορίτσι που μπορεί να μην έχει λάβει την αντίστοιχη προσοχή στο σπίτι του, μπορεί να καταγράψει αυτή τη συμπεριφορά ως ενδιαφέρον και νοιάξιμο που η ίδια έχει στερηθεί.
    Κακοποιητικές σχέσεις συναντάμε επίσης σε κλειστά συστήματα. Σταδιακά, το ζευγάρι κλείνεται, αποκόβεται απο άλλες σχέσεις, με αποτέλεσμα την απομόνωση και τον αυτοεγκλωβισμό. Στόχος είναι η απόλυτη εξάρτηση του θύματος από τον θύτη, να μην υπάρxει καμία αυτονομία. Γι΄αυτό και συχνά βλέπουμε γυναίκες να σταματούν τη δουλειά τους, να μην έχουν τη δική τους οικονομική ανεξαρτησία, ώστε η φυγή τους να γίνεται ακόμα πιο δύσκολη.

    Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των θυμάτων; 

    Έχει σημασία να δούμε τόσο τον θύτη όσο και το θύμα. Γιατί ο ένας «χρειάζεται» τον άλλο. Θύτης και θύμα πάνε χέρι-χέρι και οι ρόλοι εναλλάσσονται. Θύτης και θύμα έχουν έναν κοινό παρανομαστή: νιώθουν φόβο και ανασφάλεια.  Έχουν στερηθεί την αγάπη και την προσοχή.  Τα αγόρια που εξελίσσονται σε θύτες μεγαλώνουν συχνά με αντιλήψεις που κρύβουν από πίσω έμφυλα στερεότυπα, όπως «τα αγόρια δεν κλαίνε», «οι άντρες δεν πονάνε» και μαθαίνουν να φοβούνται το συναίσθημά τους και τελικά να μη συνδέονται με αυτό. Μαθαίνουν ότι «για να είναι άντρες, θα πρέπει να είναι άτρωτοι και άφοβοι», με αποτέλεσμα να θάβουν οτιδήποτε νιώθουν, να μετατρέπονται σε παγωμένα ρομπότ που από πίσω κρύβουν φοβισμένους, ανασφαλείς ανθρώπους οι οποίοι έχουν ανάγκη τη βία για να επιβληθούν και να υπάρξουν.  Οποιοδήποτε αίσθημα αμφισβήτησης ή απόρριψης καταγράφεται ως απειλή στην οποία απαντούν με ό,τι έχουν μάθει: βία, επιβολή και τρομοκρατία.  Μην ξεχνάτε ότι ο ενήλικας θύτης έχει υπάρξει τις περισσότερες φορές ο ίδιος θύμα στην παιδική του ηλικία.
    Αντίστοιχα, τα κορίτσια που μαθαίνουν να ανέχονται τη βία τη γνωρίζουν ήδη μέσα από το σπίτι τους. Έχουν δει τη μαμά να υπομένει, να ανήκει κάπου, στον μπαμπά και μετά στο σύζυγο και στο παιδί της. Και δεν έχουν μάθει να είναι ελεύθερες και αυτόνομες. Θύτης και θύμα είναι δύο άνθρωποι ανελεύθεροι και εγκλωβισμένοι.

    Τι ψυχολογική στήριξη και ενδυνάμωση χρειάζεται μια γυναίκα που θέλει να ξεφύγει από μια κακοποιητική σχέση; 

    Μια γυναίκα που μένει σε μια κακοποιητική σχέση, συχνά έχει εκπαιδευτεί να ανέχεται και να υπομένει τη βία. Με κάποιο τρόπο της είναι γνώριμη.
    Ίσως έχει μεγαλώσει μέσα στα σκληρά έμφυλα στερεότυπα που λένε «η γυναίκα πρέπει να κρατήσει την οικογένεια», «μια μάνα πρέπει να θυσιάζεται για τα παιδιά της», να έχει εκπαιδευτεί να βάζει τον εαυτό της στην άκρη, να τον ξεχνάει και τελικά ακόμα και να τον κακοποιεί.  Χρειάζεται πολλή ουσιαστική δουλειά η ίδια, με όλα όσα κουβαλάει μέσα της, για να ξεφύγει από αυτές τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις.  Ουσιαστικά, το φαινόμενο της κακοποίησης μπορεί να εξαλειφθεί μόνο από εκεί που γεννιέται, μέσα στην οικογένεια. Μέσα στο γονεϊκό ζευγάρι, στο πώς επικοινωνούν οι δυο γονείς, στο πώς μεγαλώνουμε τους γιους και τις κόρες μας.

    Ποιες είναι οι επιπτώσεις της σεξουαλικής και της σωματικής βίας στα θύματα;

    Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, γι’ αυτό και ο τρόπος που θα βιώσει και θα καταγράψει ένα τραύμα είναι επίσης μοναδικός.
    Θέλει προσοχή να μην κάνουμε γενικεύσεις.  Συναντώ όμως γυναίκες που κουβαλούν αυτό το τραύμα χρόνια, που ίσως τόλμησαν να το πουν στη μητέρα τους κι εκείνη το μείωσε, το υποτίμησε, γιατί και η ίδια φοβήθηκε την αντίδραση, την κριτική. Δεν κακοποιεί μόνο το ίδιο το τραύμα, αλλά και ο τρόπος που θα το φροντίσουμε ή αντίστοιχα θα το αμελήσουμε, θα το κουκουλώσουμε.
    Συχνά τα θύματα εκτός από δυσκολίες στην ψυχική τους υγεία, όπως αγχώδεις διαταραχές, κρίσεις πανικού ή συναισθηματικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, εμφανίζουν δυσκολία εμπιστοσύνης και συσχέτισης. Κλείνονται, φοβούνται, αναπτύσσοντας αισθήματα ενοχής και ντροπής με αποτέλεσμα να παράγουν μοναξιά και να απομονώνονται.
    Υπάρχουν βήματα που πρέπει να κάνουμε ως κοινωνία και ως πολιτεία για τον περιορισμό του φαινομένου της βίας;  Η οικογένεια είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας.
    Οικογένεια, πολιτεία και σχολείο θα πρέπει να πάνε χέρι -χέρι.  Για να γίνουν τα πρώτα βήματα της αλλαγής θα πρέπει οι γονείς να καταλάβουν τι σκοτάδια κουβαλούν οι ίδιοι στις δικές τους βαλίτσες. Για να μην τα επαναλάβουν. Πρέπει να οργανωθούν συντονισμένες σχολές γονέων, με εκπαιδευμένους ειδικούς.  Ο τρόπος που θα μεγαλώσω το παιδί μου θα καθορίσει το πώς θα σταθεί το ίδιο στο αύριο, στη δική του οικογένεια, στον σύντροφό του, στο παιδί του, στον συνάδελφό του.  Η γονεϊκότητα είναι σκυταλοδρομία, που σημαίνει ότι θα μεταφέρω όσα έχω μάθει απο τον πατέρα μου και εκείνος από τον δικό του. Η βία και η ανοχή αντίστοιχα μεταφέρονται διαγενεακά, από γιαγιά σε μητέρα και από μητέρα σε κόρη, από παππού σε πατέρα και από πατέρα σε γιο.  Σε κάθε περίπτωση η αλλαγή θα πρέπει να ξεκινήσει σήμερα, για να μπορέσουμε να δούμε τα αποτελέσματα πολύ αργότερα.

    Φωτογράφιση: Όλγα Τζίμου

    Συνέντευξη στο τεύχος ΔΥΟ | Φεβρουάριος 2023

  • Πόσο σοβαρό είναι; Όταν κάνουμε το τόσο … ΤΟΟΟΟΣΟ!

    Πόσο σοβαρό είναι; Όταν κάνουμε το τόσο … ΤΟΟΟΟΣΟ!

    H Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος, Σοφία Ανδρεοπούλου MSc μας μιλάει για τις υπερβολικές αντιδράσεις και τις επιπτώσεις τους στην καθημερινότητά μας.

    Διάβασα πρόσφατα μια έρευνα που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων που παίρνουν αντικαταθλιπτικά νιώθουν άσχημα χωρίς να τους συμβαίνει κάτι κακό. Γνωρίζω από πρώτο χέρι πόσο συχνά τα ζευγάρια τσακώνονται για ασήμαντους λόγους, αλλά και πόσο συχνά οι γονείς καταστρέφουν τη σχέση τους με τα παιδιά τους φωνάζοντας διαρκώς με ασήμαντες αφορμές. Πολλοί άνθρωποι ουσιαστικά δεν απολαμβάνουν τα καλά που έχουν στη ζωή τους επειδή εστιάζουν στα αρνητικά, τα κάνουν τεράστια μέσα στο μυαλό τους, και υποφέρουν για αυτά.

    Άνθρωποι που παθαίνουν κρίσεις πανικού επειδή το αφεντικό τους τούς έκανε την παραμικρή παρατήρηση, που παθαίνουν κρίσεις οργής επειδή το ταίρι τους αγνόησε μια επιθυμία τους, που καταρρέουν επειδή το παιδί τους δεν διαβάζει, που νιώθουν αδικημένοι και «άτυχοι» επειδή έσκασε το λάστιχό τους.

    «Πάλι πήγε για ύπνο και παράτησε τα πιάτα πάνω στο τραπέζι. Δεν αντέχω άλλο!» αναφώνησε κλαίγοντας μια θεραπευόμενή μου τις προάλλες.

    «Πάλι άργησε να ετοιμαστεί για τα αγγλικά και όταν του το είπα με αγνόησε! Μου’ ρχεται να του δώσω μια και να τον κάνω χαλκομανία», φώναξε θυμωμένος την περασμένη βδομάδα ένας πατέρας για τον γιό του.

    Στο μυαλό των ανθρώπων αυτών –και πάαααρα πολλών άλλων δυστυχώς- το γεγονός ότι ο σύντροφός τους δεν κάνει κάποια δουλειά ή το παιδί τους δεν ετοιμάζεται στην ώρα του φαντάζει ως κάτι τεράστιο, κάτι που δικαιολογεί να είναι συνέχεια θυμωμένοι, να γκρινιάζουν, να φωνάζουν, να «καταθλίβονται».

    Μα, θα μου πείτε, αν ο σύντροφός μου ή το παιδί μου αγνοούν αυτό που τους ζητάω τότε αυτό δεν είναι σοβαρό; «Όταν ο άντρας μου παρατάει τα πιάτα και πάει για ύπνο, αυτό μου δίνει ένα μήνυμα για τη σχέση μας και αυτό είναι κάτι σοβαρό. Όταν λέω κάτι στο παιδί μου «ένα εκατομμύριο φορές» και εκείνο πάλι με αγνοεί, αυτό μου δίνει ένα μήνυμα που ίσως είναι σοβαρό.

    Συμφωνώ, πίσω από όλα αυτά τα μικρά, ασήμαντα καθημερινά πράγματα ενδέχεται να κρύβεται κάτι πιο σοβαρό. Όμως:

    • Συχνά δεν κρύβεται τίποτα άλλο και άδικα γινόμαστε χάλια
    • Συχνά καταλαβαίνουμε λάθος αυτό που κρύβεται και βγάζουμε αυθαίρετα συμπεράσματα
    • Συχνά, ακόμα κι αν καταλάβουμε ότι κάτι άλλο κρύβεται, δεν κάνουμε κάτι για αυτό αλλά μένουμε στην αντίδραση για την επιφανειακή κατάσταση – η οποία βέβαια είναι ασήμαντη.

    Τελικά, η δική μας υπερβολική αντίδραση συνήθως κάνει χειρότερη την κατάσταση, τόσο σε βαθύτερο όσο και σε επιφανειακό επίπεδο. Αν ο άντρας μου άφησε τα πιάτα επειδή απλώς νύσταζε και σκέφτηκε ότι θα τα μαζέψει την άλλη μέρα, τότε η δική μου υπερβολική αντίδραση να θυμώσω ή να βάλω τα κλάματα και να είμαι χάλια για ώρες απλώς δημιουργεί ένα πρόβλημα εκεί που δεν υπήρχε. Αν πάλι, τα άφησε επειδή ήθελε να μου δείξει κάτι, πχ. ότι θεωρεί πως είναι δική μου δουλειά να τα μαζέψω ή ότι είναι θυμωμένος μαζί μου και δεν θέλει να βοηθήσει, τότε η δική μου υπερβολική αντίδραση δεν θα αντιμετωπίσει καθόλου το πραγματικό θέμα αλλά απλώς θα προσθέσει περισσότερα αρνητικά συναισθήματα στη σχέση μας.

    Επιπλέον, η υπερβολική μου αντίδραση, με κάνει να υποφέρω και να κολλάω για ώρες ή ημέρες στο αρνητικό, ντύνοντας το αρχικό περιστατικό με όλων των ειδών τις αρνητικές ερμηνείες, αναμνήσεις και σκέψεις. Ξεκινάς από κάτι που πήγε στραβά και τελικά θυμάσαι όλων των ειδών τις αναποδιές που σου έχουν τύχει και καταλήγεις σε ένα υπερβολικό συμπέρασμα το οποίο όμως σε επηρεάζει μόνιμα και σε κάνει να νιώθεις άσχημα για τον εαυτό σου. Έτσι, το «φτου! Έσκασε το λάστιχο. Τι θα κάνω τώρα;» γίνεται «Όλο σε μένα συμβαίνουν αυτά. Πόσο άτυχη είμαι. Είναι άδικο….». Αν έχω μόνιμα τη στάση αυτή, ασφαλώς καταστρέφω τόσο τη διάθεσή μου όσο και τις σχέσεις μου αφού είναι δύσκολο οι άλλοι άνθρωποι να αντέξουν να είμαι συνέχεια δυσαρεστημένη με κάτι.

    Αγαπητοί φίλοι, πρέπει να το αποδεχτούμε επιτέλους: η ζωή δεν είναι τέλεια, οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι τέλειοι, ακόμα κι εμείς –που προφανώς είμαστε τέλειοι!- δεν τα κάνουμε όλα τέλεια. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάθε μέρα κάτι θα πηγαίνει στραβά ή όχι όπως εμείς νομίζουμε ότι πρέπει να πάει.

    Το ζήτημα είναι να μην το κάνουμε τεράστιο μέσα στο μυαλό μας αν δεν είναι πραγματικά τεράστιο. Να βλέπουμε τα πράγματα σε όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικές διαστάσεις και να τα αντιμετωπίζουμε ανάλογα. Και να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να συνηθίσουμε να αξιολογούμε τα πράγματα.

    Κάθε φορά, λοιπόν, που συμβαίνει κάτι που σας αναστατώνει, προτείνω να δίνετε στον εαυτό σας λίγα λεπτά για να το επεξεργαστείτε πριν αντιδράσετε ή καταλήξετε σε κάποιο αυθαίρετο συμπέρασμα.

    • Κάντε στον εαυτό σας τη μαγική ερώτηση: Πόσο σοβαρό είναι αυτό που έγινε;
    • Και προσπαθήστε να το αξιολογήσετε λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειές του.

    Για παράδειγμα: ο διευθυντής μου μού έκανε μια παρατήρηση για ένα λάθος που έκανα και αυτό με πείραξε. Πόσο σοβαρό είναι; Πόσο κακές συνέπειες μπορεί να έχει; Μπορεί να οδηγήσει στην απόλυσή μου, ή να με εμποδίσει να προχωρήσω;

    Αν το σκεφτώ και συμπεράνω ότι μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες, τότε είναι λογικό να ταραχτώ και πρέπει να κάνω κάτι για να το διαχειριστώ. Αν όμως συμπεράνω πως απλώς μου έκανε ένα σχόλιο και αυτό δεν θα έχει κάποια συνέχεια, ε, τότε δεν είναι κάτι σοβαρό και δεν αξίζει να γίνω χάλια και να το σκέφτομαι για μέρες. Τότε, πρέπει απλώς να πω στον εαυτό μου: «Δεν είναι σοβαρό – θα το αφήσω να φύγει» και να πάψω να ασχολούμαι με αυτό.

    Η ικανότητα να διακρίνουμε τις πραγματικές διαστάσεις όσων μας συμβαίνουν, είναι εξαιρετικά πολύτιμη καθώς έτσι δεν θα υποφέρουμε για πράγματα για τα οποία δεν αξίζει να υποφέρουμε – και βέβαια θα έχουμε την ενέργεια και την ψυχραιμία να διαχειριστούμε αυτά που είναι πράγματι σοβαρά. Ας φυλάξουμε λοιπόν τις ψυχικές μας δυνάμεις για όταν πραγματικά χρειάζεται – και ας μη δίνουμε μεγάλη σημασία σε ασήμαντα πράγματα. Πιστέψτε με – έτσι θα γίνει πολύ καλύτερη η ζωή μας!

  • Γιατί δεν μπορώ να χαρώ;

    Γιατί δεν μπορώ να χαρώ;

    Οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται στο γραφείο μου έχουν κάποιο πρόβλημα ή περνάνε δύσκολες στιγμές και έρχονται με την ελπίδα ότι θα τους βοηθήσω να διαχειριστούν την κατάσταση και να νιώσουν καλύτερα. Κάποιοι όμως, έρχονται με ένα πολύ διαφορετικό θεραπευτικό αίτημα.

    Δεν χρειάζονται τη βοήθειά μου για να λύσουν τα προβλήματά τους – αλλά για να απολαύσουν αυτή την καλή περίοδο που ζουν χωρίς σημαντικά προβλήματα. Γιατί, ενώ όλα πάνε καλά στη ζωή τους, οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να χαρούν.

    «Από μικρή ονειρευόμουν να γίνω αρχιτέκτονας. Και τώρα που επιτέλους έχω μια καλή δουλειά σε ένα μεγάλο αρχιτεκτονικό γραφείο, έχω φίλους, έχω μια καλή σχέση, τώρα που όλα πάνε καλά στη ζωή μου – δεν μπορώ να το χαρώ», μου είπε πρόσφατα μια νέα γυναίκα 27 χρονών.

    «Πάντα ήθελα να κάνω μια δουλειά με πολλά ταξίδια. Τώρα τα κατάφερα και έχω τη δουλειά των ονείρων μου, ενώ παράλληλα έχω και την τύχη να ζω με μια γυναίκα που μπορεί να με ακολουθεί στα ταξίδια επειδή δουλεύει από τον υπολογιστή της. Αλλά αντί να το απολαμβάνω, όλο κάτι βρίσκω για να αγχωθώ», είπε ένας άντρας 35 χρονών.

    Πολλοί άνθρωποι βρίσκονται στη θέση αυτή: δουλεύουν για χρόνια για να πετύχουν κάτι (πχ. μια δουλειά, ένα γάμο, να αποκτήσουν παιδιά) και όταν το πετυχαίνουν, όταν όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά στη ζωή τους, αποδεικνύεται πως δεν μπορούν τελικά να το χαρούν – αισθάνονται άσχημα, αγχώνονται, παραπαίουν, μερικές φορές καταλήγουν ακόμα και να καταστρέφουν αυτό που έχουν φτιάξει, αυτό που υποτίθεται πως θα ήταν η ευτυχία τους.

    Πώς μπορεί να καταστρέφει κάποιος την ευτυχία, του, ίσως αναρωτιέστε. Με πολλούς τρόπους:

    • Θα δημιουργήσει με τη φαντασία του όλων των ειδών τα αρνητικά σενάρια που θα τον/την αγχώσουν (πχ. θα φαντάζεται ότι μπορεί να χάσει έναν πελάτη ή να μην πάρει την επόμενη προαγωγή, και αυτό θα προξενήσει τόσο άγχος ώστε θα πάθει κρίση πανικού ή κάποιο άλλο ψυχοσωματικό).
    • Θα κάνει πολλές αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό του και τους άλλους (πχ. «δεν είμαι καλός σε αυτό, εκείνος με υπονομεύει, ο άλλος δεν με θέλει).
    • Θα πέσει με τα μούτρα σε μια πλευρά της ζωής του και θα παραμελήσει κάποια άλλη οπότε αυτή θα καταρρεύσει (πχ. θα δουλεύει υπερβολικά πολύ και θα παραμελεί τον γάμο του, οπότε ο γάμος θα αρχίσει να μην πηγαίνει καλά).
    • Θα πάρει λάθος αποφάσεις που θα καταστρέψουν την καλή κατάσταση που έχει φτιάξει (πχ. ξαφνικά και χωρίς λόγο θα παραιτηθεί από την δουλειά του, θα μετακομίσει, θα χωρίσει, θα απατήσει).
    • Θα αποκτήσει κάποιον εθισμό (πχ. αλκόολ) ή μια δυσλειτουργική συμπεριφορά (πχ. πολλά νεύρα) που θα καταστρέψει την καλή κατάσταση που έχει φτιάξει.

    Σας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Μήπως έχετε κι εσείς βρεθεί σε αυτή τη θέση όπου μοιάζετε σαν να «προσπαθείτε» να καταστρέψετε το καλό που έχετε πετύχει; Αν ναι, τότε ίσως πρέπει να αναρωτηθείτε γιατί συμβαίνει αυτό. Γιατί αντί να χαίρεστε καταλήγετε να νιώθετε όλο και χειρότερα;

    Μια συχνή απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι ο φόβος ότι το καλό κομμάτι θα τελειώσει και θα αφήσει πίσω του πόνο. Πράγματι, πολλοί άνθρωποι φοβούνται να αφεθούν σε θετικά συναισθήματα επειδή σκέφτονται ότι αυτό που τώρα φαίνεται να πηγαίνει πολύ καλά κάποια στιγμή μπορεί να αλλάξει, να τελειώσει και δεν θέλουν να απογοητευθούν.

    «Πρόσεξε μη σου βγει ξυνό το γέλιο» έλεγε η γιαγιά μου όταν με άκουγε να γελάω. Αυτό ουσιαστικά σήμαινε «μην γελάς τώρα γιατί αργότερα θα κλάψεις». Και αυτή είναι μια νοοτροπία που έχει σταλάξει μέσα σε πολλούς ανθρώπους έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούν. Συχνά φοβόμαστε να χαρούμε το καλό επειδή σκεφτόμαστε πως θα τελειώσει.

    Ωστόσο, πόσο λογικό είναι αυτό; Πόσο λογικό είναι να μην χαίρομαι κάτι τώρα επειδή σκέφτομαι πως δεν θα το έχω αργότερα; Δεν είναι κρίμα να αφήνουμε τα πιο καλά κομμάτια της ζωής μας να περνάνε χωρίς να τα απολαμβάνουμε μόνο και μόνο για να προστατευθούμε από την απογοήτευση όταν τελειώσουν;

    Ναι, είναι αλήθεια ότι το καλό μπορεί να τελειώσει. Στο κάτω-κάτω, στη ζωή υπάρχουν διάφορες φάσεις, διάφορα απρόοπτα, και δυστυχώς όλα τελειώνουν κάποτε. Επομένως, ναι, αυτό που σήμερα πάει καλά στη ζωή μου και θα μπορούσα να το χαρώ, αύριο μπορεί να μην πηγαίνει πια καλά.

    Ωστόσο, το να μην χαρώ σήμερα δεν με προστατεύει για αύριο. Αν αύριο κάτι πάει στραβά, πάλι θα νιώσω άσχημα, πάλι θα υποφέρω. Αν, δηλαδή, δεν χαρώ την προαγωγή μου σήμερα, και αύριο απολυθώ, δεν θα στενοχωρηθώ με την απόλυση; Αν δεν χαρώ την καλή μου σχέση σήμερα, και αύριο η σχέση τελειώσει, δεν θα πονέσω; Αν δεν ευχαριστηθώ τις διακοπές μου σήμερα, αύριο που θα τελειώσουν δεν θα λυπηθώ;

    Η αποφυγή της χαράς δεν θα μειώσει την θλίψη όταν κάτι στραβώσει. Μάλιστα, συχνά κάνει πιο έντονα τα αρνητικά συναισθήματα – γιατί δεν έχουμε την ψυχική ανθεκτικότητα που χτίζει μια θετική στάση απέναντι στη ζωή. Έτσι, η κακή στιγμή μας βρίσκει ψυχικά καταπονημένους και χωρίς το κουράγιο για να τη διαχειριστούμε.

    Αντίθετα, σε πολλές έρευνες φαίνεται ότι άτομα που χάρηκαν αληθινά μια επιτυχία ή κάτι καλό στη ζωή τους, είχαν περισσότερες ψυχικές δυνάμεις για να διαχειριστούν την κακή φάση όταν τα πράγματα άλλαξαν. Η χαρά, η ικανοποίηση, τα θετικά συναισθήματα ενισχύουν τη λειτουργία του οργανισμού μας και μας δημιουργούν ψυχικές δυνάμεις που θα μας βοηθήσουν να επιδείξουμε ανθεκτικότητα στις δύσκολες στιγμές.

    Άλλωστε δεν είναι εξυπνότερο να χαρώ σήμερα και αν αύριο στραβώσει κάτι να στενοχωρηθώ τότε, από το να μην χαρώ ποτέ; Δεν είναι κρίμα να ζήσω μια ζωή χωρίς ικανοποίηση, χαρά, ευτυχία, μόνο και μόνο από φόβο μην τα χάσω; Όπως το είχε θέσει και η Σκάρλετ Ο’Χάρα στο Όσα παίρνει ο άνεμος, «θα κλάψω αύριο». Σήμερα θέλω να γελάσω και να χαρώ!

  • Η καταστροφολογία συχνά προκαλεί την καταστροφή!

    Η καταστροφολογία συχνά προκαλεί την καταστροφή!

    Όπως είθισται στην αρχή κάθε χρόνου, έτσι και φέτος όλοι μα όλοι, ειδικοί και μη, άρχισαν τις προβλέψεις και τις προγνώσεις για το μέλλον: θα πέσει το χρηματιστήριο, θα γίνουν αυξήσεις, θα γίνει πόλεμος, θα…θα…θα… Προβλέψεις από οικονομολόγους, προβλέψεις από πολιτικούς, προβλέψεις από ιστορικούς…μέχρι και προβλέψεις από τη θεία μου τη Μαρίτσα ή οποία είναι απολύτως πεπεισμένη για τις φοβερές στιγμές που μας περιμένουν επειδή της το είπε ο αστρολόγος της!

    Πράγματι, φαίνεται πως πολλοί άνθρωποι δεν κάνουν άλλο πράγμα από το να φαντάζονται αρνητικές εξελίξεις και να υποφέρουν προκαταβολικά. Ωστόσο, όλη αυτή η εμμονή με το αρνητικό και με την καταστροφή μας κάνει μεγάλο κακό. Η καταστροφολογία κυριολεκτικά βλάπτει σοβαρά την υγεία μας!

    Στην ψυχολογία ο όρος καταστροφολογία είναι σχετικά καινούριος και αναφέρεται σε μια αγχώδη διαταραχή που συνδέεται με έναν τρόπο σκέψης, γνωστό ως «γνωστική διαστρέβλωση» καθώς οι πραγματικές διαστάσεις ενός ενδεχόμενου γεγονότος διαστρεβλώνονται και μεγαλοποιούνται. Γι’ αυτό άλλωστε η καταστροφολογία ονομάζεται συχνά «μεγέθυνση», επειδή το άτομο που καταστροφολογεί φαντάζεται μια κακή εξέλιξη και στη συνέχεια μεγεθύνει τη σοβαρότητά της, τις πιθανότητες να συμβεί, και τις συνέπειές της.

    Φυσικά, όλα αυτά τα αρνητικά σενάρια που φαντάζεται το άτομο κυριεύουν το μυαλό του και του προξενούν άγχος, το οποίο μπορεί να εξελιχθεί σε αληθινό τρόμο, ο οποίος μπορεί να συνοδεύεται από ταχυπαλμία, ψυχοσωματικά και αϋπνία.

    Το φοβερό δε με την καταστροφολογία είναι ότι συχνά λειτουργεί σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, δηλαδή μια «προφητεία» που μας ωθεί να λειτουργούμε έτσι ώστε τελικά την επιβεβαιώνουμε. Τι εννοώ με αυτό; Ας δούμε ένα παράδειγμα.

    Έχω μια σχέση θαυμάσια. Αλλά είμαι άνθρωπος που όλο φαντάζομαι αρνητικά σενάρια, εστιάζω στο αρνητικό και καταστροφολογώ. Έτσι, μόλις φανεί το παραμικρό σύννεφο στην ατμόσφαιρα, φαντάζομαι ότι ο σύντροφός μου με απατάει, δεν με αγαπάει, θα με εγκαταλείψει! Αυτό το φανταστικό σενάριο με κάνει να νιώθω άσχημα, μου προξενεί άγχος, ψυχοσωματικά, και επιπλέον με ωθεί να αντιδρώ υπερβολικά ή δυσλειτουργικά στον σύντροφό μου. Αν αυτό το συνεχίσω για καιρό, ασφαλώς η σχέση μου θα πηγαίνει όλο και χειρότερα και στο τέλος είναι πιθανό να με εγκαταλείψει πράγματι ο σύντροφός μου, οπότε θα έχει «επιβεβαιωθεί» η αρνητική προφητεία, η καταστροφή που είχα προβλέψει. Η πρόβλεψη της καταστροφής προκάλεσε την καταστροφή!

    Βέβαια, το φαινόμενο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας δεν λειτουργεί μόνο στις προσωπικές σχέσεις αλλά σε όλων των ειδών τις προφητείες για καταστροφές – χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το χρηματιστήριο, όπου ο πανικός που κάποιοι διασπείρουν με τις αρνητικές προβλέψεις τους μπορεί να ωθήσει άλλους να κάνουν σπασμωδικές κινήσεις που πράγματι θα τους καταστρέψουν.

    Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η καταστροφολογία είναι χρήσιμη γιατί μας προειδοποιεί για να προετοιμαστούμε για μια δυσάρεστη εξέλιξη ή ακόμα και μια ενδεχόμενη καταστροφή. Αυτό θα μπορούσε πράγματι να συνέβαινε αν εξετάζαμε κάθε φορά τα πιθανά αρνητικά σενάρια με ψυχραιμία και ορθολογισμό, παίρναμε τα μέτρα μας, και συνεχίζαμε τη ζωή μας.

    Δυστυχώς, οι άνθρωποι που καταστροφολογούν συνήθως δεν κάνουν τίποτα τέτοιο. Δεν παίρνουν τα μέτρα τους και δεν συνεχίζουν τη ζωή τους – αντίθετα, παθαίνουν εμμονή με το αρνητικό σενάριο που έχουν φανταστεί και αυτό τους μπλοκάρει από το να κάνουν οτιδήποτε. Ή τους ωθεί να αντιδράσουν σπασμωδικά και απερίσκεπτα. Φαίνεται πως η καταστροφολογία τις περισσότερες φορές δεν μας ωθεί να προετοιμαστούμε για μια καταστροφή – μάλλον προκαλεί την καταστροφή.

    Αν, λοιπόν, είστε άνθρωπος που συχνά κάνετε αρνητικά σενάρια για το μέλλον και μετά κολλάτε σε αυτά και υποφέρετε, θα σας πρότεινα να κάνετε μια συνειδητή προσπάθεια να αλλάξετε αυτόν τον τρόπο σκέψης σας.

    Τρόποι για να καταστροφολογείτε λιγότερο (ή καθόλου)

    • Πάρτε συνειδητή απόφαση ότι θα σταματήσετε να καταστροφολογείτε. Γράψτε μια υπόσχεση στον εαυτό σας: «Υπόσχομαι ότι θα δουλέψω για να καταφέρω να περιορίσω/κόψω την καταστροφολογία».
    • Διαλέξτε μια λέξη που θα τη λέτε στον εαυτό σας μόλις αρχίζει να φτιάχνει ένα αρνητικό σενάριο, πχ. «Στοπ!» ή «Σταμάτα!» ή «Κόφτο».
    • Προστατεύστε τον εαυτό σας από τις καταστροφολογίες των άλλων – αποφύγετε ειδήσεις, άρθρα με προγνώσεις, συζητήσεις για παρούσες ή ενδεχόμενες καταστροφές, κλπ.
    • Απαγορεύστε στον εαυτό σας να ψάξει στο διαδίκτυο μόλις αρχίσει να σχηματίζεται ένα αρνητικό σενάριο στο μυαλό σας.
    • Μάθετε τεχνικές διαλογισμού που μπορούν να σας βοηθήσουν να εστιάζετε σε θετικές σκέψεις.
    • Βάλτε κάποια ευχάριστα πράγματα μέσα στη μέρα σας, και βρείτε τρόπους να χαλαρώνετε

    Πώς θα διαχειριστείτε εποικοδομητικά τα αρνητικά σενάρια

    Όταν φτιάξετε ένα αρνητικό σενάριο με το μυαλό σας ή ακούσετε το σενάριο κάποιου άλλου και νιώσετε άσχημα, θα πρέπει να κάνετε τα παρακάτω:

    · Θα το αναλύσετε όσο μπορείτε πιο ψύχραιμα και λογικά. Αν δεν μπορείτε, ζητήστε βοήθεια από κάποιον για αυτό το στάδιο. Πόσο πιθανό είναι να συμβεί; Ποιες θα είναι οι συνέπειες; Τι μπορείτε να κάνετε εσείς γι’ αυτό;

    · Αν μπορείτε να κάνετε κάτι για να το αποφύγετε/αντιμετωπίσετε, το κάνετε. Και μετά, δεν το σκέφτεστε πια.

    · Αν δεν μπορείτε να κάνετε κάτι, το παίρνετε απόφαση. Και δεν το σκέφτεστε πια.

    Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει κανένα νόημα να κολλήσετε εμμονικά στο σενάριο καταστροφής. Το πιο σπουδαίο απ’ όλα, είναι να το αφήσετε να φύγει και να εστιάσετε στο παρόν. Να θυμάστε πάντα ότι όλα αυτά τα σενάρια είναι φανταστικά – ενώ το παρόν είναι πραγματικό και αξίζει να ζούμε σε αυτό και να δουλεύουμε για να το κάνουμε καλύτερο (πράγμα που ενδεχομένως μας βοηθήσει και να αποφύγουμε την καταστροφή)!

  • Δύναμη για να αντέξω ή δύναμη για να αλλάξω;

    Δύναμη για να αντέξω ή δύναμη για να αλλάξω;

    Συχνά, τον τελευταίο καιρό, έρχονται στο γραφείο μου άνθρωποι που υποφέρουν. Και όταν, μετά από πολλές συζητήσεις και αναλύσεις, μπορεί εγώ να προτείνω να κάνουν κάτι για να αλλάξουν την κατάσταση που τους κάνει να υποφέρουν, τότε εκείνοι αναφωνούν με φρίκη: «Μα αυτό θέλει πολλή δουλειά! Δεν έχω τη δύναμη να το κάνω όλο αυτό!».

    Προτιμούν, δηλαδή, να βάζουν όλη τους τη δύναμη για να αντέξουν μια δυσάρεστη κατάσταση παρά για να την αλλάξουν – ή για να αλλάξουν τον τρόπο που οι ίδιοι τη βλέπουν και έτσι να νιώσουν καλύτερα.

    Γιατί βέβαια το να αντέχεις και να υπομένεις μια δυσάρεστη κατάσταση δεν είναι κάτι απλό – απαιτεί πολύ κόπο, πολλή ενέργεια. Δεν είναι εύκολο να νιώθεις συνέχεια άσχημα, να σέρνεσαι, να τα βάζεις με τους πάντες και τα πάντα, να γκρινιάζεις διαρκώς. Κι επειδή δεν είναι εύκολο να υπομένεις το δυσάρεστο, πολλοί άνθρωποι καταλήγουν σε κάποιον εθισμό για να αντέξουν. Άλλωστε, είμαστε μια κοινωνία που έχει σαν σύνθημα «όταν νιώθεις άσχημα, κάνε κάτι για να το ξεχάσεις»!

    Και βέβαια, όταν μιλάω για εθισμό, δεν αναφέρομαι απλώς στα σκληρά ναρκωτικά ή το αλκόολ, ούτε μόνο σε ουσίες που είναι παράνομες. Δυστυχώς στην εποχή μας υπάρχουν διάφορα αντικείμενα εθισμού που είναι νόμιμα και κοινωνικά αποδεκτά. Απολύτως αξιοσέβαστα άτομα εξαρτώνται από ένα νόμιμο χάπι για να ξυπνήσουν το πρωί, για να λειτουργήσουν, για να κοιμηθούν, ακόμα και για να κάνουν σεξ. Άλλα απολύτως αξιοσέβαστα άτομα, χρειάζονται να καπνίσουν νόμιμα τσιγάρα ή να πιούν νόμιμο αλκοόλ , ή ακόμα να τζογάρουν νόμιμα. Σήμερα υπάρχουν εθισμένοι στο σεξ, στο κινητό, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακόμα και στη δουλειά! Πολλών ειδών διαφορετικοί εθισμοί για όλα τα γούστα.

    Δυστυχώς όμως όλοι αυτοί οι εθισμοί όχι μόνο έχουν πολλών λογιών παρενέργειες, αλλά επιπλέον παγιδεύουν τον χρήστη (του χαπιού, της ουσίας, κλπ.) στην κατάσταση ακριβώς εκείνη που τον κάνει να υποφέρει. Ο εθισμός εμποδίζει την αλλαγή και διατηρεί ίδια τη δυσάρεστη κατάσταση. Πώς συμβαίνει αυτό; Ας τα πάρουμε από την αρχή.

    Ένας άνθρωπος που υποφέρει δοκιμάζει κάτι (χάπι, ουσία, δραστηριότητα) για να νιώσει καλύτερα ή να ξεχαστεί. Αν αυτό το κάτι πράγματι τον βοηθήσει να νιώσει καλύτερα ή να ξεχαστεί, συνεχίζει να το κάνει μέχρι που εθίζεται σε αυτό. Ο εθισμός όμως κάνει τον άνθρωπο αυτό να νιώσει προσωρινά καλύτερα – οπότε δεν έχει την έντονη ανάγκη να βελτιώσει την κατάσταση. Ταυτόχρονα, δεν έχει και τη συγκρότηση για να σχεδιάσει και να επιφέρει μια πραγματική βελτίωση. Καθώς χρειάζεται όλο και περισσότερο από το αντικείμενο του εθισμού του για να νιώσει καλά, σύντομα αρχίζει να ασχολείται μόνο με την εξεύρεση του αντικειμένου αυτού. Οπότε, δεν υπάρχει πια ούτε κίνητρο, ούτε η ικανότητα για να λύσει το πρόβλημα που τον απασχολεί ή να βελτιώσει την κατάσταση που τον βασανίζει.

    Με αυτόν τον τρόπο, ο εθισμός, ο οποιοσδήποτε εθισμός, κάνει τα πράγματα να μένουν ίδια. Η γυναίκα που υποφέρει στο γάμο της και παίρνει αντικαταθλιπτικά είναι απίθανο να καταφέρει να βελτιώσει τον γάμο αυτό, αλλά επίσης είναι απίθανο να καταφέρει και να χωρίσει. Ο άντρας που υποφέρει στη δουλειά του και πίνει, είναι απίθανο να καταφέρει να βελτιώσει κάτι στη δουλειά αυτή, αλλά είναι και απίθανο να καταφέρει να παραιτηθεί και να βρει μια άλλη δουλειά. Οι άνθρωποι εθίζονται για να ξεχάσουν ότι υποφέρουν και έτσι διατηρούν ίδια την κατάσταση που τους κάνει να υποφέρουν.

    Γιατί όμως; Γιατί τόσοι άνθρωποι προτιμούν να υποφέρουν, να εθίζονται, να χαπακώνονται, παρά να αλλάζουν;

    Ίσως γιατί υπάρχει ένα φαινόμενο γνωστό ως αντίσταση στην αλλαγή. Όσο κι αν υποφέρουμε με μια κατάσταση, υπάρχει κάτι μέσα μας που αντιστέκεται σε οποιαδήποτε προσπάθεια να τη βελτιώσουμε. ‘Ένας λόγος που πιθανώς συμβαίνει αυτό είναι ότι το άγνωστο είναι τρομακτικό. Πολλοί άνθρωποι προτιμούν το γνωστό που δεν τους αρέσει παρά το άγνωστο που δεν ξέρουν αν θα τους αρέσει ή όχι.

    «Το έχω συνηθίσει πια», λένε. «Με αυτό ξέρω πώς να τα βγάλω πέρα. Με κάτι νέο, δεν θα ξέρω».

    Ναι, αλλά έτσι καταδικάζουμε τον εαυτό μας σε έναν αέναο φαύλο κύκλο, σε μια διαρκή επανάληψη των ίδιων δυσλειτουργικών μοτίβων. Και είναι κρίμα. Γιατί πολλές φορές, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε μπορούν να βελτιωθούν – αρκεί να το αποφασίσουμε και να δουλέψουμε γι’ αυτό. Και πολλές φορές, το νέο, αν και άγνωστο, μπορεί να αποδειχθεί πολύ καλύτερο από το παλιό.

    Μάλιστα, είναι ενθαρρυντικό ότι συχνά, τα άτομα που έχουν πάρει την απόφαση να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τη ζωή τους καταλήγουν να νιώθουν πιο καλά απλώς και μόνο λόγω της απόφασης αυτής. Το γεγονός ότι έχουν πάψει πια να βλέπουν τον εαυτό τους σαν ένα παθητικό άτομο που είναι καταδικασμένο να υποφέρει, και τον βλέπουν σαν ένα ενεργητικό άτομο που κρατάει τη ζωή του στα χέρια του, τους βοηθάει αυτόματα να νιώσουν καλύτερα έστω κι αν δεν έχει ακόμα βελτιωθεί πραγματικά η κατάσταση που τους έκανε να υποφέρουν.

    Αντί λοιπόν να βάζουμε δύναμη για να αντέξουμε μια δυσάρεστη κατάσταση, θα ήταν πολύ προτιμότερο να βάλουμε δύναμη για να την αλλάξουμε. Να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας και να τολμήσουμε να δουλέψουμε για μια νέα κατάσταση που θα είναι καλύτερη – ή που έστω θα την νιώθουμε εμείς καλύτερη επειδή δεν θα είμαστε πια στη θέση του «θύματος» που υπομένει αλλά του ελεύθερου και δυνατού ανθρώπου που αλλάζει!

  • Η δική μου συνταγή της ευτυχίας για τη νέα χρονιά!

    Η δική μου συνταγή της ευτυχίας για τη νέα χρονιά!

    Να λοιπόν που το 2023 έφτασε, γεμάτο κινδυνολογίες, αγωνίες, αλλά και κάθε λογής ελπίδες! Και όπως συνηθίζεται στην αρχή κάθε χρονιάς, τα ΜΜΕ κατακλύζονται από λίστες με στόχους που θα μπορούσαμε ή θα έπρεπε να θέσουμε για την χρονιά μας.

    Ατελείωτες λίστες γεμάτες με όλων των ειδών τους σημαντικούς και ασήμαντους στόχους: να χάσουμε βάρος, να κόψουμε κάποια βλαβερή συνήθεια, να τακτοποιήσουμε το σπίτι μας, να βρούμε ένα νέο χόμπι, να χωρίσουμε, να παντρευτούμε, να γεννήσουμε, να αλλάξουμε δουλειά, να…να….να…

    Γιατί όμως βάζουμε όλους αυτούς τους στόχους; Προφανώς επειδή θεωρούμε βαθιά μέσα μας πως αν τους πετύχουμε, όλα θα είναι τέλεια! Αν αδυνατίσουμε, αν μετακομίσουμε, αν αλλάξουμε δουλειά…ε, τότε θα είμαστε πραγματικά καλά! Θα είμαστε ικανοποιημένοι από τον εαυτό μας! Θα είμαστε ευτυχισμένοι!

    Σε τελική ανάλυση, πίσω από όλες τις αποφάσεις και τους στόχους που βάζουμε στην αρχή της χρονιάς κρύβεται το αιώνιο κυνήγι της ευτυχίας.

    Και βέβαια καλά κάνουμε και κυνηγάμε την ευτυχία. Δεν πιστεύω όμως ότι το κάνουμε με τον σωστό τρόπο. Αν χάσετε δέκα κιλά ή αν αρχίσετε γυμναστική – τότε θα γίνετε ευτυχισμένοι; Αν πάρετε καινούριο αυτοκίνητο, αν τακτοποιήσετε την αποθήκη σας, αν κάνετε βλεφαροπλαστική – τότε θα γίνετε ευτυχισμένοι;

    Πολύ φοβάμαι πως όχι. Σίγουρα γνωρίζετε άτομα που έχουν ένα λεπτό σώμα, ένα ακριβό αυτοκίνητο, μια επιτυχημένη καριέρα – και όμως δεν είναι ευτυχισμένα. Σίγουρα και εσείς οι ίδιοι θα έχετε ζήσει περιόδους κατά τις οποίες τα πράγματα πήγαιναν καλά στη ζωή σας αλλά εσείς δεν νιώθατε καθόλου ευτυχισμένοι.

    Επομένως, η απάντηση στο κυνήγι της ευτυχίας δεν μπορεί να είναι τόσο απλή. Δεν αρκεί να αλλάξουν κάποιες εξωτερικές συνθήκες για να είμαστε καλά. Η ευτυχία, ή έστω η απλή ικανοποίηση από τη ζωή είναι κάτι που συνδέεται πολύ περισσότερο με την εσωτερική στάση μας παρά με τις συνθήκες της ζωής μας.

    Με αυτό δεν θέλω να πω πως κάποιος που είναι άστεγος στο δρόμο ή άρρωστος στο κρεβάτι του νοσοκομείου μπορεί να νιώσει ευτυχισμένος μόνο και μόνο επειδή έχει τη «σωστή εσωτερική στάση». Ασφαλώς η ευτυχία προϋποθέτει (σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό) κάποιες καλές εξωτερικές συνθήκες: καλή υγεία, καλή οικονομική κατάσταση, διαμονή σε ασφαλές και ελεύθερο περιβάλλον, ουσιαστικές σχέσεις, μια ενδιαφέρουσα δουλειά.

    Ναι, όλα τα παραπάνω είναι συνθήκες που βοηθούν να γίνουμε ευτυχισμένοι – δεν το εξασφαλίζουν όμως. Μπορούμε να τα έχουμε όλα αυτά και όμως να μην είμαστε ευτυχισμένοι. Όπως επίσης κάποιοι (ελάχιστοι!) άνθρωποι μπορούν να μην τα έχουν όλα αυτά και όμως να νιώθουν ευτυχισμένοι.

    Κι αυτό, επειδή πάνω απ’ όλα, για την ευτυχία δεν μετρούν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής μας αλλά ο τρόπος που εμείς βιώνουμε τις συνθήκες αυτές. Αυτό που έχει πραγματικά σημασία για την ευτυχία μας δεν είναι αυτό που ζούμε αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο το αντιλαμβανόμαστε. Αν αυτό που ζω, το βλέπω μέσα σε ένα αρνητικό πλαίσιο, νιώθω χάλια. Αν το βλέπω μέσα σε ένα θετικό πλαίσιο, νιώθω καλύτερα.

    Έτσι, φέτος αντί να βάλουμε στόχο να βελτιώσουμε τις εξωτερικές συνθήκες (ή παράλληλα με αυτόν τον στόχο) ας βάλουμε στόχο να βελτιώσουμε τον τρόπο που βιώνουμε μέσα μας τις συνθήκες της ζωής μας. Φέτος, αντί για προθεσμίες και προϋποθέσεις, ας θέσουμε στον εαυτό μας ορισμένα ερωτήματα: τι είναι πραγματικά σημαντικό για μένα, πώς μπορώ να βλέπω με πιο θετικό τρόπο αυτό που ζω, τι θα με κάνει ευτυχισμένο/η; Ποια είναι η δική μου συνταγή της ευτυχίας;

    Τα ερωτήματα αυτά με απασχόλησαν πολύ κι εμένα – και τελικά κατέληξα σε πέντε πράγματα που θεωρώ πολύ σπουδαία για την ευτυχία μου. Έτσι, υποσχέθηκα στον εαυτό μου τη νέα χρονιά:

    • Να δίνω αγάπη και καλοσύνη στον εαυτό μου και στους άλλους
    • Να βλέπω περισσότερο τα θετικά (παρά τα αρνητικά) και να τα καλλιεργώ
    • Να αλλάζω τα αρνητικά που μπορώ να αλλάξω και να αποδέχομαι (χωρίς γκρίνια) τα αρνητικά που δεν μπορώ να αλλάξω
    • Να ζω περισσότερο το τώρα (και όχι να σκέφτομαι πάντα το παρελθόν με νοσταλγία ή το μέλλον με ανησυχία).
    • Να δίνω μια μικρή χαρά στην κάθε μέρα μου

    Αυτή είναι η δική μου συνταγή της ευτυχίας. Η δική σας ποια είναι;